ἀχολογὴ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀχολογὴ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀχολογὴ ἡ, ΓΒλαχογιάνν. Λόγοι κι ἀντίλογ. 78 -Λεξ. Λάουνδ. Δημητρ. ἀχολοὴ Ἤπ.-Λεξ. Δημητρ. ἀχουλογὴ Ἤπ. ἀχουλοὴ Ἤπ. ἀχουλουὴ Ἤπ. (Ζαγόρ.) 'χολοὴ Ἤπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀχολογῶ.

Σημασιολογία

Ἦχος συνεχής, βοή, βόμβος ἔνθ᾽ ἀν.: Ἡ ἀχολουή τοῦ δρόμου - τοῦ ποταμιˬοῦ Λεξ. Δημητρ. Ἔχ’ν ἀχουλουή τ᾽ ἀφτιˬά μ’ Ζαγόρ. Ἡ μακρινὴ ἀχολογὴ ποῦ φέρνει ὁ ἄνεμος ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀχολόγημα, ἀχολόγι, ἀχολογιˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/