βρωμησˬιὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βρωμησˬιὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βρωμησˬιὰ ἡ, σύνηθ. βρουμ’σιˬὰ βόρ. ἰδιώμ. βρωμεσιˬὰ Ἀνδρ. Μύκ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Έκ τοῦ ρ. βρωμῶ.
Σημασιολογία
1) Ἀκαθαρσία, ρυπαρότης ἔνθ᾽ ἀν.: Ἔχει τὸ σπίτι βρωμησιˬὰ σύνηθ. β) Μετων. ἄνθρωπος ἀκάθαρτος, ρυπαρὸς Πελοπν. (Αἴγ.): Εἶναι βρωμησιˬὰ αὐτὴ ἡ γυναῖκα. 2) Μεταφ. λόγος ἄσεμνος, αἰσχρὸς καὶ ὑβριστικὸς ἀγν. τόπ.: Γνωμ. Μὴ μαλώσῃς μὲ βρωμοῦσα | μὴ σοῦ πῇ τοὶς βρωμησιˬές της.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA