ἀναχώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναχώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναχώνω Δ.Κρήτ.-Λεξ. Μ.’Εγκυκλ. Πρω. Δημητρ. ἀναχώνου Μακεδ. ἀνεχώνω Α.Κρήτ. Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Τῆν. ἀνιχώνου Μακεδ. (Χαλκιδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεταγν. ἀναχῶ.
Σημασιολογία
1) Σκάπτων πέριξ τῆς ρίζης φυτοῦ ἢ δένδρου συσσωρεύω περὶ αὐτὴν χῶμα Κρήτ. Μακεδ. Τῆν.-Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. Πρω. Δημητρ. : Πρέπ’ ν᾽ ἀνεχώσωμε τὰ καλοτσαιρ’νὰ Τῆν. Ἀναχώνω τοὶς πατατεˬές τοματεˬές κττ. Λεξ. Δημητρ. Συνών. περιχώνω . β) Μέσ. διὰ συσσωρεύσεως χώματος ἰσοπεδώνομαι Λεξ. Δημητρ.: ᾿Αναχώθηκαν μὲ τὴ βροχὴ τἀ χαντάκιˬα. 2) Ἐκσκάπτων τάφον ἀνακομίζω τὰ ὀστᾶ τεθνεῶτος Μακεδ.(Χαλκιδ.)-Λεξ. Δημητρ. : Ἀνέχουσα τοὺ bιθαμένου Χαλκιδ. 3) ’Αποκρύπτω τι Νάξ (Ἀπύρανθ.)-Λεξ. Δημητρ. : Ὅσα μᾶς κλέβει κἄπου τ᾽ ἀναχώνει καὶ δὲν τὰ βρίσκομε Λεξ. Δημητρ. Βρήκαμε ᾿ς τὸ περ’βόλι ἀναχωσμένα ἀπὸ τὸν παπποῦ μας φλουριˬά αὐτόθ. Οἱ κάττες κατουροῦ gαὶ τ᾿ ἀνεχώνουσι Ἀπύρανθ. Συνών. κρύβω, τρυπώνω, χώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA