βρωμˬιασμένος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βρωμˬιασμένος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ἐπίθετο
Τυπολογία
βρωμˬιασμένος ἐπίθ. Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Μετοχ. τοῦ ἀμαρτ. ρ. βρωμιˬάζω.
Σημασιολογία
Ὁ ἀναδίδων κακὴν ὀσμὴν ἐξ ἀποσυνθέσεως, δύσοσμος, ὄζων: Βρωμιˬασμένο ἀβγὸ-κρέας-ψάρι κττ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA