βρώμισμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βρώμισμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Οὐσιαστικό

Γένος

Οὐδέτερο

Τυπολογία

βρώμισμα τό, Λεξ. Περίδ. Βυζ. Δημητρ. βρώμισμαν Πόντ. (Κερασ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. βρωμίζω, δι’ ὃ ἰδ. βρωμῶ.

Σημασιολογία

1) Ρὐπανσις, λέρωμα ἔνθ' ἀν. Συνών. ἀποβρότισμαν 1. 2) Δυσοσμία Πόντ. (Κερασ.) - Λεξ. Δημητρ.: Τὸ βρώμισμα τῶν ψαριˬῶν Λεξ. Δημητρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/