ἀχολογῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχολογῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀχολογῶ, ἠχολογῶ Ἤπ. Κρήτ.-ΓΜαρκορ. Ὅρκ. 34 ἠχολογάω Ζάκ. ἀχολογῶ σύνηθ. ἀχολογάω Λεξ. Μ'Εγκυκλ. ἀχουλογάω Ἤπ. ἀχουλουγάου Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) ἀχουλουχάου Ἤπ. (Ζαγόρ.) ’χολογῶ Θρᾴκ. (Σαρ-εκκλ.) ’χολογάω Γ’Επαχτίτ. Ἱστορ. 17. Μέσ. 'χολογει͜έμαι Πελοπν. (Μάν.) ’χολογει͜οῦμαι Πελοπν. (Μάν.) ᾽χουλουγει͜ῶμι Στερελλ. (Αἰτωλ.) 'χουλουει͜έμι Στερελλ. (Αἰτωλ.) χουχουλειῶμαι Εὔβ. (Αὐλωνάρ.).
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. *ἀχολόγος ἢ κατ' εὐθεῖαν ἐκ τοῦ οὐσ. ἀχὸς καὶ τῆς καταλ. -λογῶ.
Σημασιολογία
1) ᾿Ηχῶ, ἀντηχῶ σύνηθ.: ᾿Αχολογάει ἡ θάλασσα - ὁ λόγγος - τὸ βουνὸ - τὸ κῦμα κττ. ᾿Αχολογοῦν οἱ καμπάνες σύνηθ. Τὰ σύγνεφα μᾶς σκέπασαν τὸν ἥλιˬο καὶ βαθεˬὰ ἀχολόγησε μιˬὰ βροντὴ ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2, 138 || Παροιμ. Πουτάμ' π' ἀχουλουγάει μὴν τοῦ φοβᾶσι, θὰ βρῇς πέτρα νἀ ρ᾽χτῇς Ἤπ. || ᾎσμ. Φυσάει ἀγέρας καὶ βορεˬὰς κιˬ ἀχολογάει ἡ λίμνη, νὰ βγάλῃ τοὶς δεκαοχτὼ μὲ τὴν Κυρὰ Φροσύνη Ἤπ. ('Ιωάνν.)-Ποιήμ. Παντοῦ τῆς Κρήτης τ' ὄνομα περίφημο ἠχολόγα ΓΜαρκορ. ἔνθ' ἀν. Κιˬ ἀχολογοῦν βελάσματα κιˬ ἀχολογοῦν κουδούνιˬα ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2,15. 'Αναταράζονται οἱ ἐρ'μιˬές, ἀχολογοῦν τ᾽ ἀμπέλιˬα αὐτόθ. 2,17. ᾿Αχολογούσανε ψηλὰ τῶν καταρτιˬῶν οἱ ἀντέννες καὶ ’ς τὸ μαϊστράλι τὰ σκοινιˬὰ χαρούμενα ἐσφυρίζαν ΛΠορφύρ. Σκιὲς 100. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀντιλαλῶ 1. 2) Μέσ. α) Στενάζω ἐλαφρῶς ἐξ ἀδιαθεσίας Πελοπν. (Μάν.): Τὸ παιδὶ ’χολογει͜έται. β) Στενοχωροῦμαι, ἀνησυχῶ Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Πελοπν. (Λακων.) Στερελλ. (Αἰτωλ): ’Χουλουγει͜͜έτι ἡ μάννα μ᾽ π᾿ θὰ πάου στρατιώτ'ς Αἰτωλ): || Παροιμ. Ἐδῶ καράβιˬα χάνουνται καὶ σὺ βαρκούλλα ’χολογειέ͜σαι; (ἐπὶ τῶν ἐν μέσῳ μεγάλων γενικῶν κινδύνων παραπονουμένων διὰ τὸ ἄτομόν των) Λακων. γ) Λυποῦμαί τινα Στερελλ. (Αἰτωλ.): Παροιμ. φρ. 'Χουλουειέτι τοὺν καβαλλάρ' π' κρέμουντι τὰ πουδάριˬα τ᾽ (ἐπὶ ἐκδηλώσεως συμπαθείας πρὸς τοὺς μὴ ἔχοντας ἀνάγκην αὐτῆς).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA