ἀνάχωρος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνάχωρος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνάχωρος ἐπίθ. ἀλάχωρος Πόντ (Κερασ. Χαλδ.) λαλάχωρος Πόντ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ οὐσ. χῶρος.

Σημασιολογία

1) Εὐρύχωρος, ἄνετος : Ἀλάχωρον ὁσπίτιν Κερασ. Συνών. ἁπλόχωρος 2) ᾿Ανεκτικὸς Πόντ. (Κερασ.) : Ἀλάχωρον καρδίαν ἔχω (πβ. φρ. ἔχω μεγάλη καρδιˬά).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/