ἄναψι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄναψι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἄναψι ἡ, Ἤπ. Κέρκ. Σῦρ.-ΚΘεοτόκ. Κατάδ.3-Λεξ. Δημητρ. ἄναψ’ Ἤπ. (Ζαγόρ.) ἄνα’ Ἴμβρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεταγν. οὐσ. ἄναψις.
Σημασιολογία
1) Ἔξαψις Σῦρ -Λεξ. Δημητρ.: Ἔχω ἀναψι! Σῦρ. -Λεξ. Δημητρ. β) Γενετήσιος ὀργασμὸς Σῦρ.: Αὐτὴ ἔχει ἄναψες 2) Δίψα Ἴμβρ. 3) Ἀκμή, ζέσις. ἐπὶ εργασίας Κέρκ-ΚΘεοτόκ. ἔνθ' ἀν. : Ἡ ἐργασία ἤτανε ᾽ς ὅλη τὴν ἄναψί της ΚΘεοτόκ. ἔνθ᾽ ἀν. 4) Ἡ παιδιὰ ἐφετίνδα καθ’ ἣν εἰς τῶν παιζόντων ἱστάμενος ἐν τῷ μέσῳ προσπαθεῖ νὰ κτυπήσῃ διὰ σφαίρας τινὰ τῶν συμπαικτῶν του, ὁ ὁποῖος καὶ ὑποχρεοῦται νὰ τὸν ἀντικαταστήσῃ Ἤπ. (Ζαγόρ. κ. ἀ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA