βρωμοβότανο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βρωμοβότανο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Οὐσιαστικό
Γένος
Οὐδέτερο
Τυπολογία
βρωμοβότανο τό, πολλαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. βρῶμα (ἡ) καὶ βότανο. Ἰδ. ΜΣτεφανίδ. ἐν Λεξικογρ. Ἀρχ. 6 (1923) 220.
Σημασιολογία
Τὸ φυτὸν στρύχνος ὁ μέλας (solanum nigrum) τῆς τάξεως τῶν στρυχνοειδῶν (solanaceae). Συνών. ἀγριοντομάτα, ἀγριοντοματεά, ἀμπελουρίδα 2. βρωμοῦσα, βρωμόχορτο, μαυρόχορτο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA