ἁρμυροφάγει
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁρμυροφάγει
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀρμυροφάγει τό, Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἁρμυρὸς καὶ τοῦ οὐσ. φαγεῖ, δι᾿ ὃ ἰδ. φαεῖ.
Σημασιολογία
Ἁλμυρὸν φαγητὸν ἢ ἁλμυρὸν ἔδεσμα ἰδίᾳ ἁλίπαστον: Τὸ κρασὶ θέλει ἁρμυροφάγει.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA