γερὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γερὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γερὸς ἐπίθ κοιν. καὶ Πόντ.(Κερασ.) γερὲ Τσακων. (Κασταν. Χαβουτσ.) ᾿ερὸς Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Νάξ. (᾽Απύρανθ.) γιρὸς βόρ. ἰδιώμ. γιιὸς Σαμοθρ. ᾿ιρὸς Μακεδ (Γαλάτιστ. Σιάτ.) Θηλ. γιριˬὰ Θεσσ. (Μεγαλόβρυσ. Συκαμν.) γιρεˬὰ Θεσσ. (Ἀγναντ. Μαυρέλ. Φωτειν. κ.ἀ.) Μακεδ. (Γήλοφ. Δασοχώρ. Δεσκάτ κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Κατὰ Α. Κορ., Ἄτ. 4,79 καὶ Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 1,159. 209.239 ἐκ τοῦ ἀρχ. ὑγιηρὸς διὰ τροπὴν τοῦ φθόγγου ι εἰς ε παρὰ τὸ ρ. Πιθαν. ὅμως ἐκ παραλλήλου ὰρχ. ὑγιερὸς κατὰ τὰ ὰντίθ. ἀρχ. νοσερὸς - νοσηρός. Πιθαν ὡσαύτως τὸ ἀρχ. ὑγιηρὸς > ὑγηρὸς διὰ συγχώνευσιν τῶν δύο i (ιη) ὑγερός. Πβ. Χρον Μαχαιρ (ἔκδ. R. Dawkins) 1,468 «καὶ οἱ Κερηνιῶτες ἦτον καλὰ καὶ γεροὶ καὶ μὲ καλὴν καρδίαν».Ἡ λ. καὶ παρὰ Δουκ.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Ὁ ὑγιαίνων, ὁ ὑγιὴς κατὰ τὸ σῶμα κοιν. καὶ Καππ. Τσακων.: Τί κάνεις; Εἶσαι γερός, δυνατός; κοιν. Πῶς πάεις; Εἶσαι γερός; Κῶς (Καρδάμ.) Τί φκε͜ιά᾽ς; Γιρός, δυνατός; (τί φκε͜ιά᾽ς; = τί κάνεις;) Μακεδ. (Γήλοφ.) Τί τὸ θέλει κ᾿ ἔναι γερός, ποὺ κοιμᾶτ᾽ ὀλόρθος; Πελοπν. (Παιδεμέν.) Νά ᾽μαστε γεροὶ τοὐλάχιστο κιˬ ἂς τρῶμε ψωμὶ καὶ κρεμμύδι (ἐνν. ἕνεκα τῆς μεγάλης πτωχείας) αὐτόθ Τάισ᾽ τα, μωρέ, καὶ πρέπει νὰ εἶναι τὰ ζωντανὰ γερὰ (τὰ ζωντανὰ = τὰ οἰκιακά ζῷα) Πελοπν. (Βερεστ.) Πῶς ἐπόθανενε ἐδέσ᾽ ἁφνίδια; Ἤτανε καλός, γερὸς χθὲς ποὺ τὸν εῖδια (ἐδέσ᾽ = ἔτσι, ἀφνίδια = ξαφνικὰ) Μύκ. Γιˬὰ τ᾽ν ὥρα εἴμαστι οὕ᾽ γιροὶ βόρ. ἰδιώμ. Εἶνι γιρὸς άνθρουπους, ὰντέ᾽ καλὰ Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν.) Χαίρουμι ποὺ σὶ βλέπου γιρὸν Μακεδ (Χαλκιδ.) Πῆγι γιρὸς κὶ γύρ᾽σι ἀργασμένους (==ἄρρωστος) Στερελλ (Αἰτωλ) Ἦταν γιρὸς κὶ βάσταξι (ὑπέμεινε τὴν νόσον) Στερελλ. (᾿Αχυρ.) Εἶμι γιρός, κατάγιρους (εἶμαι πολὺ ὑγιὴς) αὐτόθ. Δὲν εἶσι κὶ γιρὸς φέτου (δὲν ἔχεις καλὴν ὑγείαν) αὐτόθ. Οἱ γιροὶ βαστᾶνι ᾽ς τὰ χιˬόνιˬα κὶ ᾽ς τὴ βρουχὴ αὐτόθ. Ἅι Λιφτέρ᾽, κάνι νὰ εἴνι γιρὸ τοὺ πιδὶ Θεσσ. (Τσαγκαρ.) Οἱ κουπέλις οἱ δυˬὸ ἦταν γιρὲς κὶ καλὲς Ἤπ. (Κουκούλ.) Ἔπριπι νὰ τὴν ξιτάξ᾽νι ἂν ἦταν γιρὴ Στερελλ. (Παρνασσ.) Ἰρὸ τοὺ μ᾽λάρ᾽ π᾽ ὰγόρασα, μὰ εἶνι ψιˬὰ ταμούσ᾽κου (= ἄγριον, ἀτίθασσον) Μακεδ. (Σιἀτ.) Φά᾽ του, πιδί μ᾽, νὰ γέ᾽ς γιρὸς Μακεδ.(Δεσκάτ.) Κ᾽ ἰγὼ εἶπα νὰ τραυήξω ἐτὸ πόνο καὶ Θεγὸς ν᾽ ἀφήσ᾽ τὸν ἄντρα μ᾽ γερὸ (ἐτὸ = αὐτό, Θεγὸς = θεὸς) Καππ. (Φλογ.) Νὰ ναθῇ σὰ σίδερε γερὲ (νὰ γίνῃ σὰν τὸ σίδερο γερὴ, ὑγιὴς) Τσακων. (Χαβουτσ.) Εἴρ γερὲ τηνερὶ (εἶναι γερὸς αὐτὸς) αὐτόθ. Γερὸς κι ἄβλαβος! (εὐχὴ εἰς ἀναρρώσαντα ἐκ νόσου) Πελοπν (Λακων.) Ἐτσι νὰ μοῦ φυλάῃ ὁ Θεὸς τὸ παιδί μου γερὸ κιˬ ἄβλαβο (ὅρκος) Παξ. Νά ᾿στε γεροὶ νὰ τὸ μεγαλώσετε (εὐχὴ είς ἀποκτὴσαντας τέκνον) Βιθυν (Παλλαδάρ.) Γερὸ μὲ βρῆκε, γερὸ νὰ μ᾽ ἀφήσ᾽ (οὕτω λέγει ὁ τὸ πρῶτον γευόμενος καρποῦ τινος) Μακεδ. (Κοζ.) Ἄχρε͜ιαστο νά ᾽ναι τσαὶ γεροὶ νά εἴμαστε (εὐχὴ κατὰ τὴν ἀγορὰν φαρμάκου) Πελοπν. (Ξεχώρ.) Χρόνια πουλλὰ κὶ τοῦ χρόν᾽ νὰ ειμαστι γιροὶ (εὐχὴ) Μακεδ. (Ἀρν.) Κὶ τοῦ χρόν᾽ τέτο͜ιουν κιρὸ νὰ εἵμαστι γιροὶ (εὐχὴ) Μακεδ. (Δρυμ.) || Φρ. Γερὸς σὰν τὸ ραπάνι (ὑγιέ- στατος) πολλαχ. Γερός, δυνατὸς σὰ τὰ ψηλὰ βουνὰ (ὑγιὴς καὶ ρωμαλέος) Μακεδ. (Φλόρ.) Ἰρὸς σὰν τοὺ σκόρδου (ὑγιέστατος) Μακεδ. (Γαλάτιστ.). Πβ. Ἐπίχαρμ. 154 «κολοκύντης ὑγιέστερον». ᾽Σ τὸν ἔκανε ποῦ τὸν πονεῖ καὶ ποῦ ᾽ναι γερὸς (τὸν ἔδειρεν ἀνηλεῶς) Πελοπν. (Παιδεμέν.) || Καρδιὰ γερἠ, κομμένα γόνατα («τὸ μὲν πνεῦμα πρόθυμον, ἡ δὲ σὰρξ ἀσθενὴς») Πελοπν. (Τριφυλ) Οὑ γιρὸς γιˬατρὸ δὲν ξέρ᾽ Στερελλ. (Ἀχυρ.) Γιρὸ τσιφά᾽ τί γυρεύ᾽ κάτου ἀπ᾽ τοὺ βγατζέλιˬου; (ὁ ὑγιὴς δὲν ἐπιζητεῖ θεραπείαν θέτων τὴν κεφαλὴν κάτωθεν τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου, ὅταν ὁ ἱερεὺς ἀναγινώσκῃ τὴν εὐαγγελικὴν περικοπὴν πρὸ τῆς Ὡραίας Πύλης) Λέσβ. (Πολιχνῖτ.) ||) Γνωμ ᾿Απὸ γερὸ μυˬαλὸ γεννε͜ιέται ἡ εὐτυχία Νίσυρ. Γερὸν τὸ στρῶμα δὲ χωρεῖ κιˬ οὐδ᾽ ἄρρωστον ἡ τάβλα (ὁ ὑγιὴς δὲν παραμένει κλινὴρης καὶ ὁ ἀσθενὴς δὲν παρακάθηται εἰς τράπεζαν συμποσίου) αὐτόθ. Σκόρδο καὶ νερὸ κάνει τὸν ἄνθρωπο γερὸ Πελοπν. (Βραχν.) Πιˬὲ νιρό, νά ᾽ς τοὺ κιφάλι σ᾽ γιρὸ (τὸ ὕδωρ, κατ᾽ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ οἰνοπνευματώδη ποτά, φέρει ὑγείαν) Λέσβ. || ᾎσμ. Ἤκαμές με κ᾽ ἤχασά τα | καὶ παραμιῶ ᾽ς τὴ στράτα, ποὺ σὰ dὸ βράχο ᾽μου ᾽ερὴ | καὶ μ᾽ ἔλε͜ιωσες σὰ dὸ κερὶ Νάξ. (᾽Απύρανθ.) 2) Ἐπἰ ἐμψύχων, δυνατός, ρωμαλέος κοιν.: Γερὸς ἄνθρωπος - ἄντρας, γερὴ γυναῖκα͵ γερὸ παιδὶ - ἄλογο - βόιδι - μουλάρι κοιν. Γερὸς ἄντρας, μπορεῖ νὰ σηκώσῃ βάρος ἑκατὸ ὀκάδες ᾽ς τὴν πλάτη του σύνηθ Ἔχει γερὰ ποδάριˬα (ἀντέχει εἰς τὴν πεζοπορίαν) κοιν. Γιρὸ σ᾽λλὶ βόρ. ἰδιὠμ. Γιρὸ κότσ᾽ (κριὸς ἀκμαιότατος) Στερελλ. ("Αγιος Κωνσταντ.) Γιˬὰ νὰ τραγουδήσ᾽ς καλά, πρέπ᾽ νά ᾽ς γιρὸ κανέ᾽, κουρίτσι μ᾿ (κανέλι = λάρυγγα) Θεσσ. (Κρυόβρυσ.) Σὶ λέει, γιˬὰ ν᾽ ἆνοίξ᾽ αὐτὸς ᾽ν πόρτα μὶ μιˬὰ ἀμπουχτιά. θὰ νά ᾽νι γιρότιρους ᾽π ᾽τ᾽ ἰμένα, κὶ ᾽χίρ᾽σιν νὰ τοὺν καλουπαίρ᾽ (᾽χίρ᾽σιν = ἄρχισε, νὰ τοὺν καλουπαίρ᾽ = νὰ τὸν καλοπιάνῃ· ὲκ παραμυθ.) Μακεδ. (Βόιον) Ἔπαρ᾿ τον τούν τὸν χτίστην νὰ σοῦ χτίσῃ· ἕν᾽ πολλὰ γερὸς (τούν = αὐτὸν Κύπρ.)||Φρ. Ἔχει γερὲς πλάτες (ἔχει ἰσχυρὰν πολιτικὴν ἢ ἄλλην ὑποστὴριξιν) κοιν. Συνών.: Ἔχει μπάρμπα ᾽ς τὴν Κορώνη. 3) ᾽Ανθεκτικός, στερεός, σκληρὸς κοιν.: Γερὸς τοῖχος, γερὴ πέτρα, γερὸ ξύλο - σπίτι - κάστρο - ροῦχο – σκοινί, γερὰ δέντρα - παπούτσια κοιν. Γερὸ ξύλο ποὺ εἶναι τὸ πουρνάρι | Ἤπ. (Αὐλότοπ.) ᾽Σ τὴ μέση τ᾽ ἁλωνιˬοῦ εἶναι μπημένο χάμω γερὰ ἕνα ξύλο γερὸ Πελοπν. (Λάλ.) Τὸ ξερολίθι ποὺ χτίζω ἐγὼ εἶναι γερὸ σὰ dοῖχος αἴμαζος (τοῖχος αἵμαζος = τοῖχος, τοῦ ὁποίου οἱ λίθοι στερεοῦνται ἀπὸ συνεκτικὴν ὕλην) Πελοπν. (Καρδαμ.) Ἔχει γιριˬὰ πέτρα τοὺ ξιρουdούβαρου Θεσσ. (Μεγαλόβρ.) Μωρέ, φτούνη ἡ ἀριˬὰ δὲν πέφτει, γιˬατὶ ἔχει κάτου γερὰ πόδιˬα (ἀριˬὰ = τὸ δένδρον Δρῦς ἡ ἀρίˬα, πόδιˬα = ρίζαι) Πελοπν. (Βερεστ.) Γερὸ χῶμα (= σκληρὸν χῶμα) Σίκιν Εἶναι σκληρὸ καὶ πρέπει νά ᾽χῃς γερὰ δόδιˬα ᾽ὰ τὸ φᾷς Κρὴτ. (᾽Ανατολ.) Τὰ ξύλα γιˬὰ τὸ ἀλέτρι τὰ κόβγανε ς᾽ τὴ λίγωση, ᾽ς τὴ χάση τοῦ φεgαριˬοῦ, γιˬὰ νά ᾽ναι γερό, ᾽ὰ μὴ σαπηθῇ (= σαπίση) αὐτόθ. Γερὸν εἶναιν dὸ ποτήριν, ᾽ὲν-ε᾽ σπᾷ Κῶς (Καρδάμ.) Ἔει ἁλήθκε͜ια ᾽ς τ᾿ ἄλετρά του γερὰ ζ-ζέν-νιˬα (= ἐξαρτὴματα) αὐτόθ. Τὰ νdουβάρgιˬα τοῦ σπιθκιˬοῦ μας εἶναιγ-γερά, μ-μὲ τὰ στέη του στάσ-σουσιν (τὰ στέη = ἡ ὀροφὴ) αὐτόθ. Ἐτοῦτα dὰ τσουβάλιˬα ᾽ναι καλὰ ᾽ιˬὰ ᾽έννημα· εἷναι μεγάλα καὶ ᾿ερὰ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Τοὺ ἰλατήσιˬου ξύλου δὲν εἶναι πολὺ γιρὸ Εὔβ. (Ἄκρ.) Νὰ βάλῃς ἀγριλήσιˬες φοῦρκες ᾽ς τὴν κληματαριˬά. Εἶναι γερὲς καὶ δὲ σαπίζουνε Πελοπν. (Γαργαλ.) Βάλι γιρὸ στρίηρου ᾽ς τ᾽ ἁλώ᾽ Ἤπ. (Δωδών.) Περάσαμαν ἕνα γιρὸ ξύλου ἀπουκατουθιˬὸ ἀποὺ τ᾿ γριντὰ Ἤπ. (Κουκούλ.) Γιρὲς γριντιˬὲς νὰ βά᾽ς ᾿ς τοὺ πάτουμα (γριντιˬὲς = χονδρὰ καὶ ἐπιμὴκη μαδέρια) Μακεδ. (Γαλάτιστ.) Πουλὺ γιρεˬὰ πόρτα ἔκανες ᾽ς τοὺ μαντρί, δὲν τ᾽ ἀνοί᾽ τίπουτι Μακεδ. (Δεσκάτ.) Μέσα ἀπ᾽ τ᾽ γαρδάλουσ᾽ τ᾽ ἀντιˬοῦ πιρνῶ δγυˬὸ γιρὰ ράμματα κὶ τὰ δένου θὰ χαλκᾶδις (γαρδάλουση = ἐγγκοπὴ, θὰ = σὰν) Θρᾴκ. (Σουφλ.) Ἔβαλι διπλὲς βακέτις, θὰ εἷνι γιρὰ τὰ παπούτσιˬα Θεσσ. (Τσαγκαρ.) Τοὺ σκλῆθρου ἔ᾽ ξύλου γιρὸ (σκλῆθρου = τὸ δασικὸν δένδρον κλῆθρος) Θεσσ. (Μυρόφυλλ.) Εἷνι πουλὺ γιρό, τσιλί᾽ (= χάλυψ) Θεσσ. (Μοσχᾶτ.) Ἔ᾽ γιρὸ στουμά᾽ κὶ τρώει ὅ,τ᾽ βρῇ Στερελλ (Φθιῶτ.) Εἶχα κὶ γὼ μιὰ σαρμά᾽τζα κὶ μὶ ξιχατιλώθ᾽κι᾽ πάλι γιρεˬὰ ξιβγῆκι (σαρμά᾽τζα ==ξύλινον λίκνον, κούνια τοῦ βρέφους, ξιχατιλώθ᾽κι = διελύθη, χάλασε) Θεσσ. (Συκαμν.) Ἔ᾽ γιρὸ βαστά᾽ τοὺ κ᾿δού᾽ (βαστά᾽ = ὁ ἐσωτερικὸς κρίκος τοῦ κώδωνος, ὁ ὁποῖος συγκρατεῖ τὴν γλωσσίδα) Στερελλ. (Φθιῶτ. Φωκ.) Εῖχι γιρὸ σκαρὶ κὶ θὰ τὰ βγά᾽ πέρα ᾽ς τὴ θάλασσα (εἶχεν ἀνθεκτικὸν σκάφος καὶ θ᾽ ἀντεπεξέλθῃ εἰς τὰς τρικυμίας) Στερελλ. (Περίστ.) Τητὰ τὸ δέμα εἴν᾽ γερὲ (αὐτὸ τὸ σκοινὶ εἶναι γερὸ) Τσακων. (Χαβουτσ.) || Φρ. Γερὸ κόκκαλο (δι᾽ ἄνθρωπον μὲ ἰσχυρὸν ὀργανισμόν, ὅθεν καὶ μακρόβιον) κοιν. (Πβ. Παλιˬὸ κόκκαλο) Γερὸ ποτήρι (ἀνθεκτικὸς εἰς τὴν οἰνοποσίαν) σύνηθ. Γερὸ πιρούνι (πολυφάγος) Ἀθῆν. Γιρὸ δόd᾽ (ὁμοίως πολυφάγος) Σαμ. Ἔχει γερὸ στομάχι (εἶναι ἀνθεκτιεἰς τὰς πικρίας) Γιρὸ καρύδ᾽ εἶνι αὐτὸς (= ἰσχυροῦ χαρακτῆρος ἄνθρωπος) Μακεδ. (Δρυμ.) Ἔ᾽ γιρὸ τοὺ κιφά᾽ (εἶναι ἰσχυρογνώμων) Ἤπ. (Ζαγόρ.). Συνών πρὸς τὰς φρ. : ὰγύριστο -Ἀρβανίτικο κεφάλι || Παροιμ. Παπούτσι ἀφ᾽ τὸν dόπο σου κιˬ ἂς εἶναι μbαλωμένο Ἄν δὲν εἶναι γερὸ μbάλωμα, εἶναι καλὰ ραμμένο Νίσυρ. Ψ᾽λὸ σπίτ᾽, γιρὰ θιμέλιˬα! Στερελλ. (᾽Αχυρ.) || ᾎσμ. Ψήλὰ πετοῦνε τὰ πουλλιˬά, ὅdε καταλαβαίνουν πὼς ἔχουνε γερὰ φτερά, κι ὅπου θελήσουν βγαίνουν (βγαίνουν = ἀνεβαίνουν) Κρήτ. (Μόδ.). 4) Ἀβλαβἡς, σῶος . κοιν.: Τὰ κατάφερα καὶ βγῆκα γερός, μὲ ὅλο τὸ συνωστισμό, ἀπὸ τὸ λεωφορεῖο. Δὲ μᾶς ἔμεινε ποτήρι γερό, ὅλα σπάσανε Γερὰ βγήκανε τὰ κάστανα πού φερες Δὲν ἔχει οὔτε ἕνα μῆλο γερὸ τὸ καλάθι κοιν. Εἶναι πολλοὶ ποὺ τ᾿ς ἁνοίουνε κ᾽ εἷναι γεροὶ (ἐνν. πολλοὶ νεκροί· γεροὶ = ἄλειωτοι) Σίφν. Γιρὸ μύγδαλου Λέσβ. Δὲ μᾶς ἔμεινε πιˬάτου γιρὸ βόρ ἰδιώμ. Δὲν ἔμεινε κανένα σῦκο γερὸ ᾽πὸ τὶς κουροῦνες. Οὗλα τὰ τρουπήσανε Πελοπν. (Γαργαλ.) Δὲ βρίσκεις ἀπίδι γερό. Οὗλα σκουληκιάσανε αὐτόθ. Πουτὲ δὲ φουρεῖ γιρὸ ροῦχου, οὕλου bαλουμένα Εὔβ. (Ἅκρ.) || Αἴνιγμ. Ἤσφαξα τὴν αἶγα μου, | ἤφαγα τὴν αἶγα μου καὶ μοῦ μένει ἕνα μερὶ | κ᾽ εἶν᾽ ἡ γι-αἶγα μου γερὴ (γερὴ = σώα· τὸ σκόρδον) Κρητ. (Μεραμβ) Τὸ αἴνιγμ. εἰς παραλλαγ. καὶ εἰς ἄλλα μέρη || ᾎσμ. Ἀπόdεν ἐταξίδεψες, πουλλί μ᾽ ἀγαπημένο, ροῦχο ᾽ερὸ δὲν ἤβαα μήτε καοπλυμένο Νάξ. (Ἀπύρανθ.) β) Ἀκέραιος, ὁλόκληρος πολλαχ.: Γερό ᾽ν᾽ dὸ φενgάρι (εἶναι πανσέληνος) Ἀστυπ. Στεῖλε μου ἕναν ψωμὶν γερὸν Κῶς (Καρδάμ.) Γιὰ νὰ σᾶς τσουρεπώσω, θέλω δυˬὸ μῆνες γεροὺς (διὰ νὰ σᾶς ἀγοράσω ὑποδήματα, εἶναι ἀνάγκη νὰ ἐργασθῶ ἀνελλιπῶς δύο μῆνας) Ἤπ. (Αὐλότοπ.) Νὰ μὴ γιννήσ᾽ ἕνα χρόνου γιρό! Θεσσ (Νερόμυλ.) || Παροιμ. Καὶ τὴν πίττα γερὴ καὶ τὸ σκύλλο χορτᾶτο (ἐνν. θέλει· ἐπὶ παραλόγων ἀπαιτήσεων) πολλαχ. Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. 5) Ὁ ἔχων εἰς μέγα βαθμὸν ἰδιότητά τινα σύνηθ.: Εἶσαι, βλέπω, φουμαδόρος γερός, τό ᾽να ᾶνάβεις, τ᾽ ἄλλο σβήνεις (ἐνν. σιγαρέτον· φουμαδόρος = καπνιστὴς) Πελοπν. (Δάρα Ἀρκαδ.) Ἔπαθα ᾽να γερὸ καζίο, ποὺ δὲν λέγεται (καζίο = πάθημα) Πελοπν. (Ξεχώρ.) Δὲ στιμάρει καθόλου τὸ πρᾶμα τσ᾿ ἔναι μία γερὴ σκροπαλευροῦ (στιμάρει == ἐκτιμᾷ, σκροπαλευροῦ = σπάταλη) αὐτόθ. Ἥ Χρυσούλου μὶ τ᾽ Σταμούλου εἶνι φι᾽νάδις γιρὲς κὶ δὲν ἀπουχουρνοῦντι ὅ᾽ μέρα Μακεδ (Δεσκάτ.) Μωρ αὐτὸς εἶνι γιρὸς πόντους (ἐπὶ τῶν πανούργων, δολίων· ἡ μεταφ. ἀπὸ τοῦ διαθέτοντος πόντον, παιγνιόχαρτον ἰσχυρότερον τῶν τοῦ συμπαίκτου καὶ ἐπιφυλάσσοντος ἔκπληξιν εἰς αὐτὸν) Ἀλόνν. Γιρὸς σπιτόγαττους εἶσι, dὶπ δὲ φεύ᾽ς ᾽π᾽ τοὺ σπίτ᾽ Μακεδ. (Γαλάτιστ.) Συνών. μεγάλος, τρανός, τρομερός, φοβερός. 6) Μέγας εἰς ποσότητα ᾿Ερεικ. Θεσσ. (Φάρσαλ.) Λευκ (Φτερν.): Ἔπιˬακε μὲ ἕνα ἀgίστρι μιὰ πιλοτάρα καὶ κάτι άλλα παραbάτσαλα καὶ ἔκαμε γερὸ μεροκάματο (πιλοτάρα = μεγάλος πιλότος, ὁ ἰχθὺς Ναυκράτης ὁ ὁδηγὸς (Naucrates ductor), παραbάτσαλα == μικροὶ ἰχθύες διαφόρων εἰδῶν) Ἐρεικ. Θὰ βγάλωμε τζορνάδα γερὴ (τζορνάδα = ἡμεροκἀματον) αὐτόθ Θέλουν πότισμα γιρὸ (ἐνν. αἱ βαμβακοφυτεῖαι· γιρὸ == πολύ, ἄφθονον) Φάρσαλ Ἔφκε͜ιασ᾽ ἕν᾽ ἀλογοφόρτι γερὸ Φτερν 7) Ἔνδυμα ἐριοῦχον καλῆς ποιότητος Κύπρ. (Αἰγιαλ.): Ἐβάρεσεν ὁ ειμῶνας τ᾽ ἔβαλεν ἡ κοτσάκαρη τὸ πουκάμισόν της τὸ γερὸ (κοτσάκαρη = γραῖα). 8) Ἐπὶ τοποθεσίας, εὔφορος πολλαχ.: Γιρὸς τόπους Στερελλ. (Ὑπάτ). Ἔ᾽ γιρὰ χώματα (ἐνν. ὁ ἀγρὸς) Μακεδ. (Πρέσπ.) Εἶναι γερὰ ἐδῶ τὰ χώματα. Ὅ,τι νὰ βάλῃς γένεται (ὅ,τι νἀ φυτεύσῃς εὐδοκιμεῖ) Πελοπν. (Γαργαλ.) Στὸ Λαγκούβαρδο εἶν᾿ οὗλο ἁμμουδάρες, δὲν εἶναι γερὰ τὰ χωράφιˬα (ἁμμουδάρες = ἀμμώδη ἐδάφη) αὐτόθ. Γερὰ μέριˬα ἦταν ἐκεῖ (γερά μέριˬα = εὔφορα, ἀποδοτικὰ ἐδάφη) Θρᾴκ. (Κεσάν.). Ἡ γεῖρα θέ᾽ γιρὸν τόπου γιˬὰ ν᾽ ἀπουδώσ᾽ (γεῖρα = λεπτότατος κρεμμυδόσπορος) Θεσσ. (Μεγαλόβρ.) Συνών. βασταγερὸς Α1. 9) Ὑγιεινὸς Θρᾴκ. (Κεσάν). Τσακων. (Χαβουτσ.): Γερὲ τσαιρὲ Χαβουτσ. 10) Τὸ οὐδ. ὡς οὐσ., γερὲ τὸ = εἶδος χειροτεχνικοῦ κεντήματος (ἀζούρ), ἐπὶ τοῦ ὁποίου ράπτουν την ἀπανωβελονιάν Χίος. Β) Μεταφ. 1) Ἐπὶ ἀνθρώπων, καλῶς κατηρτισμένος, συγκροτημένος πνευματικῶς. εἰδικευμένος εἰς κάτι κοιν.: Γερὸς ἐπιστήμονας - μηχανικὸς - μάστορας - καπετάνιˬος᾽ς τὰ γράμματα -᾽ς τὴ δουλε͜ιά του κοιν. Γερὸ κεφάλι (ὀξυνούστατος) κοιν. Μὰ πῶς κόπηκε ᾽ς τὰ μαθηματικὰ ὁ Γιˬαννάκης; Αὐτὸς ἦταν γερὸς ᾿Αθῆν. Τὸ Μαργέλι ἔχει βγάλει γερὰ κεφάλιˬα, οὕλο γιˬατροὺς καὶ δασκάλους Πελοπν (Μαργέλ) Γερὸ τσεφάλε ἔντα τὸ χωριˬὸ (μυαλωμἐνους ἀνθρώπους ἔχει τὸ χωρίον) Τσακων. (Χαβουτσ.) Εἶνι γιρὸ μυαλὸ ἡ Θύμνιους Ὅ,τ᾽ ᾿δῇ τοὺ φκε͜ιά᾽ Μακεδ. (Γήλοφ). 2) Ἐπὶ πράξεως, ἡ μετὰ δυνάμεως, σφοδρότητος γενομένη πολλαχ.: Τοῦ ᾽δωκε δυˬὸ γερὰ σκαμπίλιˬα, ποὺ τοῦ φάνηκε ὁ παππᾶς βόιδι (ἐπόνεσε πολύ) Πελοπν. (Γαργαλ.) Τοῦ ᾽δωσε ἕνα γερὸ bερdάχι (ξυλοκόπημα) ᾿Αθῆν. Τοῦ ᾽δωκ᾽ ἕνα τσίτημα ᾽ς τὸ bλάτη γερὸ (τσίτημα = τσίμπημα) Ἐρεικ. Τοῦ ᾽δωκε μιˬὰ στομιˬὰ γερὴ ᾿ς τὸ bλάτη (στομιˬὰ = δαγκαματιὰ) αὐτόθ. Μοῦ ᾽δωκε μιˬὰ χεροκολιˬὰ γερὴ (χεροκολιˬὰ = κτύπημα διὰ τῆς χειρὸς εἰς τούς γλουτοὺς) Ὀθων. Δίνουνε μιˬὰν ἀbωσιὰ γερὴ τσῆ πόρτας καὶ θωροῦνε τὸ γάιδαρο τσίτα-κόρδα (ἀbωσιˬὰ = σπρώξιμο, τσίτα-κόρδα = τεντωμένον νεκρὸν) Κρήτ. (Μεραμβ.) Σ᾽ χρειάζιτ᾽ ἕνα στ᾿λιˬάρ᾽ γιρὸ (στ᾽λιˬάρ᾽ = ξυλοκόπημα) Στερελλ. (Φθιὥτ.) Ἔφαε ἕνα γερὸ ματσούκουμα, π᾽ θὰ τοὺ θ᾿μᾶτι (ματσούκουμα = χτύπημα διὰ ροπάλου) Στερελλ. (Περίστ.) Ἔφαγα μιˬὰ γιρὴ ματσ᾽κιά, π᾿ γύρ᾽ σι τοὺ σαόνι μ᾽ πίσου αὐτόθ. Γιˬόμ᾽σι τοὺ σπίτ᾽ ἀποὺ σαλαμούρα κὶ θέ᾽ γιρὸ καθάρ᾽σμα αὐτόθι. Μὶ τὰ πουλλὰ τ᾽ν ἕδουσιν μιˬὰ τσικουριˬὰ γιρὴ κὶ τ᾽ν ἄ᾽ξιν ἕνα γιρά, νά, τρανόν! (γιρὰ = πληγὴν) Μακεδ. (Δαμασκην.) Ἄιντι, τοὺ γάλα ἔβγαλιν γ᾽λάτ᾽ κουρφή! (γ᾽λάτ᾽ = γουλάτη = παχειὰ) Πᾶρι τοὺ τριβό᾽ κὶ βάρα πυκνὲς κὶ γιρές, νὰ βγῇ τοὺ βούτυρου (τριβόλι = δόνιστρον) Μακεδ. (Καταφύγ.) Τοῦ ᾽δουσα ἕνα γιρὸ λουbούτ νὰ μὶ σέβιτι (λουbούτ᾽ = ξυλοκόπημα) Σάμ β) Ἐπὶ ἀνθρωπίνων ἐνεργειῶν, ἐντατικός, μακρᾶς διαρκείας, διεξοδικὸς κοιν.: Γερὸς καβγᾶς - σαματᾶς. Γερὸ φαγοποτι-γλέντι Πιˬάσανε γερὴ συζήτηση κοιν. 3) ᾽Επ ἀσθενειῶν, ἡ βαρείας μορφῆς κοιν. Γερὸς πυρετὸς - βῆχας. Γερὴ θέρμη - πούντα (θέρμη = ἑλονοσία, πούντα = κρυολόγημα) κοιν. Ἤκατσα ᾿δρωμένος ᾽πόξω καὶ ἥρπαξα ἕναγ γερὸν κρυολόημαν Κῶς (Καρδάμ.) Ἄρπαξα νιˬὰ γερὴ πούντα καὶ κρεββατώθηκα Πελοπν. (Γαργαλ.) 4) Ἐπὶ καιρικῶν συνθηκῶν, φυσικῶν φαινομένων, ὁ μεγάλης ἐντάσεως, διαρκείας, δριμύτητος κοιν.: Γερὴ βροχὴ - ζέστη - πλημμύρα - φωτιˬά. Γερὸ κρύο - χαλάζι. Γερὸ νερὸ (βροχὴ) κοιν. Γιρεˬὰ βρουχὴ Μακεδ. (Γήλοφ.) Ἔπιασι νιˬὰ γιρὴ βρουχὴ Εὔβ. (Ἄκρ.) Ἔρριξ᾽ ἕνα γερὸ χαλάζι καὶ μᾶς χάλασε τὰ σταφύλιˬα Πελοπν. (Γαργαλ.) 5) Ἐπὶ ἐγγράφων, τίτλων κ.τ.τ., ἔγκυρος, ἀπαρασάλευτος κοιν.: Γερὴ συμφωνία κοιν. Γερὸ χαρτὶ (εἴτε ὡς συμβόλαιον εἴτε, εἰς τὴν γλῶσσαν τοῦ χαρτοπαιγνίου, παιγνιόχαρτον ἰσχυρότερον τῶν λοιπῶν) κοιν. β) Ἐπὶ προσώπων, φερέγγυος Κρητ. (Χαν.) Δόσε του τὸ μουλάρι, μὰ γερὸς εἶναι. γ) Ἐπὶ ὅρκου, διαβεβαιώσεως κ.τ.τ., ἀπαρασάλευτος Κρήτ. (Ἀνώγ.): Σοῦ κ.ἀ.νω κόμμα γερὸ (σὲ διαβεβαιῶ). 6) Ἐπὶ νομίσματος, ἰσχυρὸν καὶ σταθερᾶς ἀξίας κοιν.: Τοῦ ᾽δωσα λεφτὰ γερὰ καὶ μοῦ δίνει παλιˬόχαρτα (τοῦ ἔδωσα ἰσχυρὸν νόμισμα, συνάλλαγμα, καὶ μοῦ δίδει χαρτονομίσματα ἄνευ ἄντικρύσματος) κοιν. Προπολεμικὰ ἡ δραχμὴ ἤτανε γερὰ λεφτά, ᾽ς τὴν κατοχὴ ἔγινε ρούβλιˬα (ἔχασε τὴν ἀξίαν της, ὡς τὰ ρωσικἁ ρούβλια κατὰ τοὺς ἀμέσως μετὰ τὴν ἐπανάστασιν τοῦ 1917 χρόνους) Ἀθὴν. Τὸ μάρκο εἶναι σήμερα ἀπὸ τὰ γερὰ νομίσματα (μάρκο = τὸ νόμισμα τῆς Γερμανίας) κοιν. Γεροὶ παρᾶες Ἴκαρ. (Εὔδηλ.) 7) Τὸ οὐδ. ὡς οὐσ., ἀργυροῦν νόμισμα Βιθυν (Νικομὴδ.) Θεσσ (Κρυόβρ.): ᾎσμ. Τοὺ κουρίτσι μ᾽ τοὺ καλὸ | πα᾽ ᾽ς τὴ βρύσ᾽ νὰ πάρ᾽ νιρὸ κὶ σταυρών τοὺ bιθιρό, | τοὺ κιρνᾷ κ᾽ ἕνα γιρὸ (σταυρώ᾽ = συναντᾷ) Κρυόβρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/