ἀνέβα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνέβα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνέβα τό, σύνηθ. καἱ Πόντ. ἄνιβα Σκόπ. ’νέβα Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) ἀνέβα ἡ, Ποντ (Κερασ.) ἀνήβα Πόντ. (Σάντ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεσν οὐσ. ἀνάβα. Καὶ ὁ τύπ. ἀνήβα μεσν. Πβ. Χρον. Μορ Ρ. στ. 5373 (ἔκδ. JScjmitt) «…ἄρχισαν ν᾿ ἀνηβαίνουν | τὸ ἀνήβα τοῦ Μακρυπλαγίου…»
Σημασιολογία
1) Ἄνοδος, ἀνάβασις σύνηθ. καὶ Ποντ.: Βαρέθηκα τ’ ἀνέβα καὶ τὸ κατέβα. Αὐτὸ τὸ ἀνέβα καὶ κατέβα δὲ μ᾽ ἀρέσει σύνηθ. Μ᾿ ἔκουψι σήμιρα τ᾽ ἀνέβα κὶ τοὺ κατέβα Ἴμβρ. Μὲ τὸ ἀνέβα καὶ κατέβα ἐλέρωσες τὰ σκάλας Ποντ. ǁ Φρ. Ἔκαμι πουλλὰ ἄνιβα κὶ κάτιβα (ἔκτισε πολλὰς οἰκίας) Σκόπ. ǁ Παροιμ. Αὐτὸ τὸ ᾽νέβα ἔχει καὶ κατέβα (τὴν εὐτυχίαν ἀκολουθεῖ ἡ δυστυχία) Σωζόπ. Τὸ ἀνέβα ἔει ταὶ κατέβα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Κύπρ. Εὔκολα τ᾿ ἀνέβα τοῦ λαγοῦ, σκουντούφλα τὸ κατέβα (ὅτι ἡ ἱκανότης τινὸς φαίνεται εἰς δυσχερεῖς περιστάσεις) Λεξ. Δημητρ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. ᾿Ιδ. Μιχ Γλυκ. Στίχους γραμματ. 363 (ἔκδ. ΕLegrand Biblioth. 1,30) «τοῦτο τὸ ἀνάβα τὸ γοργὸν ἔχει καὶ ὀξὺν κατάβα». Πβ. ἄναβα, ἀναβάλλουσα 2, ἀναβολάρις 1, ἀναβόλασμα 1, ἀναβόλεμα 1, ἀνήφορος, ἀντίθ. κατέβα. 2) Τὸ μέρος ὅθεν δύναταί τις νὰ ἀναβῇ Πόντ. (Κερασ.) 3) Ἡ ζύμωσις, τὸ ἀνέβασμα τῆς ζύμης Πόντ. (Σάντ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA