ἁρμώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁρμώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἁρμώνω Καππ. Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἁρμὸς.
Σημασιολογία
1) Προσαρμόζω, συναρμόζω, ἐπὶ σανίδων, λίθων κττ. Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἁρμώνω δύο σανίδ Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ. Ἔκισα τὸ ξύλον κιˬ ἀτὸ ἔρθεν κ᾿ ἐρμῶθεν (ἔσκισα τὸ ξύλον καὶ αὐτὸ ἦλθε καὶ συνηρμόσθη, δηλ. συνηρμόσθησαν τὰ δύο τεμάχια) Τραπ. Καὶ ἀμτβ. συναρμόζομαι Σάμ.: Ὅσου κιˬ ἂν τοὺ κά’ς δὲν οὑρμώ. 2) Κλείω καλῶς, οἷον θύραν κττ. Καππ. Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἅρμωσον τὴν πόρταν-τὸ παραθύρ’ κττ. (ἔνν. οὐχὶ διὰ κλειδίου ἢ μανδάλου, ἀλλὰ διὰ πλήρους προσαρμογῆς τῶν θυροφύλλων πρὸς ἄλληλα ἢ πρὸς τὴν παραστάδα) Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ. Ἀσπαλίζω τὴν πόρταν καὶ ’κ’ ρμοῦται (κλείω τὴν θύραν, ἀλλὰ δὲν προσαρμόζεται καλῶς. Τὸ ’κ’ ρμοῦται ἐκ τοῦ ’κὶ ἁρμοῦται) Χαλδ. Ἡ πόρτα ἐρμῶθεν καλὰ Κοτύωρ. Χαλδ. || Φρ. Ἁρμώνω τὸ στόμαν (σιωπῶ) Τραπ. Χαλδ. Πβ. ἁρμόζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA