ἄρνα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄρνα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἄρνα ἡ, Ἤπ. Ἰων. (Σμύρν.) Πελοπν. (Ἀράχ. Λακων. Μάν.) -Λεξ. Ἐλευθερουδ. Μ. Ἐγκυκλ. ἄρνη Πελοπν. (Ἀργολ. Λάστ. Τριφυλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀρνε͜ιεμαι. Πβ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,76. Τὸ ἄρνη κατὰ τὰ συνών. ἀρνησιˬὰ καὶ ἀρνητιˬά.
Σημασιολογία
Ὁ τόπος ὅπου μεταβαίνοντες οἱ νεκροὶ λησμονοῦν τοὺς ζῶντας, τόπος λήθης, ὁ ᾍδης ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Ἀγροῖκα το, μαννούλλα μου, τὸ τί σοῦ παραγγέλνω, κιˬ ἄν στρώσῃς τὸ κρεββάτι μου, πέσε, γλυκὰ κοιμήσου, τὶ μένανε μὲ πήρανε τῆς ἄρνας τὰ λαγκάδια, π’ ἀρνε͜ιέται ἡ μάννα τὸ παιδὶ καὶ τὸ παιδὶ τὴ μάννα (μοιρολ.) Λακων. ’Επὰ ἔν’ τῆς ἄρνας τὸ χωιˬρό, τῆς ἀρνησιˬᾶς τὸ χῶμα (μοιρολ.) αὐτόθ. Πάγω᾽ς τῆς ἄρνας τὰ βουνά,᾿ς τῆς ἀρνησιˬᾶς τοὺς κάμπους (μοιρολ.) Σμύρν. Μὲ πάει ’ς τῆς ἄρνης τὰ βουνά, ’ς τῆς ἀρνησιˬᾶς τοὺς κάμπους (μοιρολ.) Λάστ. Καὶ πάει ᾿ς τῆς ἄρνης τὰ βουνά, ᾽ς τῆς ἄρνης τὰ λαγκάδιˬα (μοιρολ.) Ἀργολ. (διὰ τὰς φρ. ἄρνας λαγκάδιˬα, ἄρνας χωιˬρό, ἄρνας βουνὰ πβ. τὸ ἀρχ. «λήδης πεδίον» Ἀριστοφ. Βάτρ. 186 καὶ Πλάτ. Πολ. 10,621) Πίνουν τῆς ἄρνας τὸ νερό, τὸν κόσμο λησμονᾶνε (μοιρολ. Τῆς ἄρνας τὸ νερὸ εἶναι τὸ τῶν ἄρχ. «λήθης ὕδωρ. Λουκιαν. Νεκρ. διάλ. 13,5, ὅπερ ρέον ἐξ ἀενάου πηγῆς τοῦ ᾍδου καὶ πινόμενον ὑπὸ τῶν νεκρῶν προξενεῖ παντελῆ λήθην τοῦ ἐπιγείου κόσμου) Λεξ. Ἑλευθερουδ. Μ.Ἐγκυκλ. Συνών. ἀπαρνε͜ιά, ἀρνησιˬὰ 1, ἀρνητιˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA