γεροσκανταλιˬάρης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεροσκανταλιˬάρης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γεροσκανταλιˬάρης ὁ Πελοπν. (Γαργαλ. Γυθ κ.ἀ.) γιρουσκανταλιˬάρ᾽ς Στερελλ. (Καντὴλ. Κουνουπίν. Μύτικ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ θέμ. γερο- καὶ τοῦ ἐπιθ. σκανταλιάρης.
Σημασιολογία
1) Γέρων ἀνήσυχος δημιουργῶν σκάνδαλα Πελοπν (Γαργαλ κ.ἀ...) Στερελλ. (Καντὴλ. Κουνουπίν. Μὐτικ. κ.ἀ.) : Αὐτὰ θέ᾽ οὑ γιρουσκανταλιˬάρ᾽ς, νὰ σὶ κά᾽ νὰ χουρίσ᾽ς μὲ τὴ ᾽ναῖκα σ᾽ Μύτικ. 2) Εἶδος ἐχίδνης Πελοπν. (Γυθ.) Ὁ ἄι Θόδωρος ἀπ᾽ τὰ βουνὰ κ᾽ ἡ ἁγιὰ Σοφιˬα ᾽ς τοὺς κάμπους σούρνουν τὰ σουρελάκιˬα καὶ τὸ γεροσκανταλιˬάρη, ποὺ τὸ χῶμα πάει καὶ κλέφτει καὶ τὸν ἄμμο τῆς γῆς (σουρελάκια = τὰ ἑρπετά· μαγικὴ ἐπῳδὴ πρὸς ἀποτροπὴν τοῦ δὴγματος τὴς ἐχίδνης).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA