γεροσκατόγερος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεροσκατόγερος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γεροσκατὀγερος ὁ, ἀμάρτ. γιρουσκατόγιρους Στερελλ. (Βαρετάδ. Καντάλ. Κουνουπίν. Μύτικ. Πατιόπουλ Σπάρτ. κ.ἀ.).

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ θέμ. γερο- καὶ τοῦ ἐπιθ. σκατόγερος.

Σημασιολογία

Γέρων ἀνήθικος ἔνθ᾽ ἄν.: Τί χαλεύ᾽ς, μουρὲ γιροσκατόγιρι, ᾽ς τὰ κουρίτσα; Ἄι ᾽ς τὴ δ᾽λε͜ιά σ᾽! Μύτικ. Πῆγι οῦ γιροσκατόγιρους κ᾽ ἔκατσι γδυτὸς νὰ τοὺ γλέπ᾽νι τὰ παλιˬουκόρ᾽τσα! Καντὴλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/