γερόσκυλλος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γερόσκυλλος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γερόσκυλλος ὁ, Πελοπν. (Ἀρκαδ. Κάμπος Λακων.) - Π. Παπαχριστοδ., Χριστούγ. Θρᾴκ., 17 γιρόσ᾽λλους Στερελλ. (Καντὴλ. Κουνουπίν. Μύτικ. κ.ἀ.) γερόυλ-λος Κύπρ. (Καλοπαναγ. Μουτουλ Πεδουλ Πρὀδρομ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ θέμ. γερο- καὶ τοῦ οὐσ. σκύλλος..
Σημασιολογία
Σκύλλος μεγάλης ἡλικίας ἔνθ᾽ ἀν.: Ἔ᾽ ᾽να γιρόσ᾽λλου ᾿ς τοὺ μαντρί τ᾽, δυˬὸ κ᾽τάβιˬα κὶ μνιˬὰ σκύλλα (κ᾽τάβιˬα = μικρὰ σκυλλιὰ) Μύτικ. Οἱ γερόσκυλλοι φέρουν γύρους γύρω ᾿ς τὸ μαντρί. τὸ ἀτέλε͜ιωτο μαντρὶ Π. Παπαχριστοδ., ἔνθ᾽ ἀν. Συνών γεροντόσκυλλος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA