ἀρνάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρνάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀρνάκι τό, κοιν. ἀρνά’ βόρ. ἰδιώμ. ἀρνάτσι πολλαχ. καὶ Τσακων.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀρνὶ διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άκι.
Σημασιολογία
1) Μικρὸν ἀρνίον κοιν. καὶ Τσακων.: Γέννησε ἡ προβατῖνα κ᾽ ἔκανε ἕνα ἄσπρο ἀρνάκι. Τρέχει τ᾿ ἀρνάκι πίσω ἀπὸ τὴ μάννα του. Τ᾿ ἀρνάκιˬα βυζαίνουν τοὶς μάννες τους κοιν. || Φρ. Ἀρνάκι μου! (θωπευτικῶς πρὸς μικρὸν παιδίον). Ἕν’ ἀρνάκι πουλῶ, ποι͜ὸς τ᾿ ἀγοράζει! (οὕτως ἐπιφωνοῦν θωπευτικῶς αἱ μητέρες ἤ ἄλλοι οἰκεῖοι φέροντες τὰ μικρὰ παιδία ἐπὶ τῶν ὤμων). Ἥσυχος σάν ἀρνάκι (ἐπὶ ἀνθρώπου ἡρέμου καὶ πράου). Ἔγινε-τὸν ἔκανε ἀρνάκι (πραότατον) σύνηθ. || ᾎσμ. Κοιμᾶται νεˬούτσικος γαμπρός, κοιμᾶται σὰν τ’ ἀρνάκι Ἤπ. Ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀρνά’ ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Στερελλ. (Ναύπακτ.) Συνών. ἀρναδάκι, ἀρναράκι, ἀρνάρι 1, ἀρνέλλι, ἀρνίκι, ἀρνίτσι, ἀρνόπουλλο 1, ἀρνούδιν, ἀρνούτσι 1. β) Κρέας ἀρνήσιον σύνηθ.: Ψώνισα ἀρνάκι. Πβ. ἀρνιˬακὸς Α1. γ) Ἐπιθετικ., ἥσυχος, πρᾶος σύνηθ.: Ἄνθρωπος ἀρνάκι. Γυναῖκα ἀρνάκι. Παιδὶ ἀρνάκι. Θὰ σὲ κάμω νὰ στέκεσαι μπροστά μου ἀρνάκι! (ἀπειλή). 2) Παιδιὰ συνήθως ἐν τῇ φρ. ὁ λύκος καὶ τ’ ἀρνάκι παιζομένη ὡς ἑξῆς. Οἱ παῖκται σχηματίζουν κύκλον ἐντὸς τοῦ ὁποίου ὁ ἀρχηγὸς τοποθετεῖ ἕνα τῶν παικτῶν ἀρνάκι λεγόμενον, ἐκτὸς δὲ αὐτοῦ ἕτερον, τὸν λύκον. Ὁ λύκος ὁρμᾷ νὰ συλλάβῃ τὸ ἀρνάκι, τὸ ὁποῖον ὅμως φεύγει διὰ μέσου τῶν παικτῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπιτρέπουν μὲν εἰς αὐτὸ τὴν ἔξοδον, ἐμποδίζουν δὲ εἰς τὸν λύκον τὴν εἴσοδον. Ὅταν ὁ λύκος κατόπιν πολλῶν προσπαθειῶν καὶ τεχνασμάτων κατορθώσῃ νὰ τὸ συλλάβῃ, ἐπαναλαμβάνεται ἡ παιδιὰ ἀντικαθισταμένων ἀμοιβαίως τῶν παικτῶν τῶν ὑποδυομένων τὸ ἀρνάκι καὶ τὸν λύκον Πελοπν. (Ἀρκαδ. Κυνουρ. Μαντίν.) Στερελλ. (Ναύπακτ.) κ.ἀ. 3) Πληθ., οἱ ὦμοι: Φρ. Ἔλα νὰ σὲ πάρω ᾿ς τ᾿ ἀρνάκιˬα! (πρὸς παιδίον, τὸ ὁποῖον θέλει τις νὰ σηκώσῃ ἐπὶ τῶν ὤμων. Ἡ σημ. ἐκ τῆς πολλαχοῦ ἐπικρατούσης συνηθείας νὰ λέγουν φέροντες ἐπὶ τῶν ὤμων παιδίον «ἕν’ ἀρνάκι πουλῶ, πο͜ιὸς τ’ ἀγοράζει!») Σῦρ. 4) Εἶδος μύκητος μικροῦ Κρήτ. Συνών. ἀρνακίτης, ἀρνίτσα 3, ἀρνούτι 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA