ἀχόρταγα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀχόρταγα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀχόρταγα ἐπίρρ. ἀχόρταστα πολλαχ. ἀχόρταγα σύνηθ. ἀνεχόρταστα Λεξ. Κομ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀχόρταγος. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

Ἀκορέστως, ἀπλήστως σύνηθ.: ᾿Ακούω - κοιτάζω – πίνω – τρώγω - φιλῶ ἀχόρταγα σύνηθ. ’Αφουκράζομαι κ' ἡ ψυχή μου διψασμένη ρουφάει ρουφάει ἀχόρταστα ΚΠαρορ. ᾽Απὸ τὴ ζωὴ τοῦ δειλ. 41 || Ποίημ. Τοῦ κάκου ἀχόρταγα 'ς τὸν κόσμο τοῦτο δόξα γυρεύουμε, δύναμι, πλοῦτο ΚΠαλαμ. Ὕμν. ’Αθην.2 86. Συνών. ἄπληστα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/