γεροταφίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεροταφίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γεροταφίζω Πόντ. (Οἰν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ θέμ. γερο- καὶ τοῦ ἄμαρτ. ταφίζω.
Σημασιολογία
Περιποιοῦμαι, γηροκομὧ μέχρι τοῦ τάφου γέροντας, ἰδίως τοὺς γονεῖς μου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA