βρωμοκούναβο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βρωμοκούναβο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Οὐσιαστικό
Γένος
Οὐδέτερο
Τυπολογία
βρωμοκούναβο τό, πολλαχ. βρουμουκούναβου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. Βρωμοκούναδο Ἅθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. βρῶμα (ἡ) καὶ κουνάβι.
Σημασιολογία
1) Τὸ ζῷον ὀζογαλῆ τοῦ γένους τῶν ἰκτίδων. 2) Τὸ δέρμα τῆς ὀζογαλῆς.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA