γεροτρόφι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεροτρόφι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γεροτρόφι τό, Πελοπν. (Καρδαμ. Λεῦκτρ. Μάν.) γεροθρόφι Πελοπν. (Γέρμ. Κότρων. Λαγ Μάν Ξεχώρ. Ξηροκ. Πετρίν.) γιρουθρόφ᾽ Εὔβ. (Ἄκρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γεροτροφῶ, ὑποχωρητικῶς. Πβ. καὶ τὸ Ἑλληνιστ. γηροτρόφιον = γηροκομεῖον.
Σημασιολογία
1) Τὸ πρὸς διατροφὴν τῶν γερόντων καὶ ἀνικάνων δι᾽ ἐργασίαν γονέων χρησιμεῦον μέρος τῆς περιουσίας των, τὸ ὁποῖον καὶ κρατοῦν οὗτοι κεχωρισμένως, μετὰ τὴν διανομὴν τῶν ὑπολοίπων εἰς τὰ ἐνήλικα τέκνα των. Εὔβ. (Ἄκρ.) Πελοπν. (Γερμ. Καρδαμ. Κότρων. Λάγ. Μάν. Ξεχώρ. Πετρίν.): Τοὺς ἐδώσανε γιὰ γεροθρόφι τὸ κάτου χωράφι Γέρμ. ᾿Ἔβγαλε τῆς γυναικός του γεροτρόφι τὴ λαχίδα ᾽ς τὴ Στάρα (λαχίδα = μεγάλο χωράφι) Ξεχώρ. Συνών γεροβόσκι, γεροντομοίρι. 2) Τὸ ἐφ᾽ ἅπαξ διδόμενον εἰς τοὺς γέροντας γονεῖς, κατόπιν συμφωνίας τῶν τέκνων, εἰσόδημα πρὸς συντήρησίν των Πελοπν. (Λεῦκτρ.): Ἔδωσε ᾽ς τοὺς γέρους τὸ γεροτρόφι τους. 3) Ἡ ἀγροτικὴ σύνταξις Πελοπν. (Ξηροκ.): Πέρασε ὁ ταχυδρόμος καὶ μᾶς μέρασε τὸ γεροθρόφι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA