ἀρναράκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρναράκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀρναράκι τό, ἀμάρτ. ἀρναρά’ Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀρνάρι.

Σημασιολογία

Μικρὸν ἀρνίον: Αἴνιγμ. Ἀρναρά’ τ᾽ ἀρναρά’, | στέκιτι σ’ ἕνα πουδαρά’ (ἡ κράμβη). Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀρνάκι 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/