γερούλης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γερούλης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γερούλης ὁ, ἐνιαχ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ούσ. γέρος καὶ τῆς παραγωγ καταλ. -ούλης.

Σημασιολογία

1) Ὁ γέρων θωπευτικῶς σύνηθ.: Εἶναι συμπαθητικὸς γερούλης ὁ πατέρας μου Ἀθῆν. Ὁ καλός μας κ. Νικολάκης ὁ γερούλης... Γ. Ξενόπ., Κατἡφ., 279. Συνών. γεράκος, γεροντάκι, γεροντάκος. 2) Ὁ μικρόσωμος καὶ καχεκτικὸς γέρων ἐνιαχ.: Δόσ᾽ το σὲ τσεῖνο τὸ γερούλη Εὔβ. (Βρύσ.) Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. Ἀθῆν. Πελοπν. (Ἄργ. Ἀγολ. Κυνουρ.) Τσακων καὶ ὡς παρωνύμ. Μέγαρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/