γερούλι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γερούλι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Τυπολογία
γερούλι τό, ἐνιαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γέρος καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. –ούλι.
Σημασιολογία
Τὰ φυτὰ ᾽Υοσκύαμος ὁ λευκὸς (Hoscyamus albus) καὶ ᾽Υοσκύαμος ὁ μέλας (Hoscyamus niger), τῆς οἰκογ. τῶν Στρυχνωδῶν (Solanaseae), τῆς τάξ. τῶν Σωληνανθῶν (Tubiflorae). Συνών βλ. εἰς λ. γεροντάκι 3. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Πελοπν. (Χατζ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA