γερουσία
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γερουσία
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γερουσία ἡ, λόγ σύνηθ. καὶ Πόντ (Σάντ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων. gερουσία Καλάβρ. (Μπόβ.) γερουσὰ Χίος, γερωσία Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.) γιρουσία πολλαχ βορ. ἰδιωμ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ούσ. γερουσία.
Σημασιολογία
1) Κοινοβουλευτικὸν σῶμα ἀποτελούμενον ἑξ ἡλικιωμένων αἱρετῶν ἐκπροσώπων τοῦ λαοῦ σύνηθ.: Ἡ Βουλὴ ἐφήφισε τὸ νόμο, ἀλλὰ νὰ ἰδοῦμε ἂν θὰ τὸν ἐγκρίνῃ καὶ ἡ Γερουσία Ἀθῆν. β) Τὸ κτίριον ὅπου στεγάζεται ἡ Γερουσία, τὸ μέγαρον τῆς Γερουσίας λόγ. σύνηθ.: Ἔβαλαν μπόμπα στὴ Γερουσία, ἀλλὰ τὴν ἀνακάλυψαν ἐγκαίρως καὶ τὴν ἐξουδετέρωσαν πρὶν σκάσῃ Ἀθῆν. 2) Σύνολον γερόντων, οἱ γέροντες γενικῶς κοιν.: Ὅλη ἡ γερουσία μαζεύεται ᾽ς τοῦ Ζαχαράτου (= εἰς τὸ καφενεῖον τοῦ Ζαχαράτου, εὑρισκόμενον εἰς τὴν πλατεῖαν Συντάγματος τῶν Ἀθηνῶν) Ἀθῆν Ἀφῆστε τους αὐτούς͵ αὐτοὶ εἶναι πιὰ γερουσία. Τώρα κυβερνάει ἡ νεολαία Ἀθῆν. Ἰδῶ μείν᾽κι οὕλ᾽ ἡ γιρουσία. Ἡ νιουλαία πῆγι γιὰ δ᾽λε͜ιὰ ᾽ς τὴν Ἁθήνα Στερελλ. (Μύτικ.) Τί τὰ λέει ἡ γερουσία; (= τί κάνετε, γέροντες;) Μακεδ. (Πεντάλοφ.) 3) Τόπος ὅπου συναθροίζονται οἱ γέροντες Χίος 4) Οἱ δημογέροντες, οἱ προύχοντες τοῦ χωρίου, οἱ ἐπὶ τουρκοκρατίας λεγόμενοι κοτζαμπάσηδες Τσακων.: Ἔνι θέου νὰ ντ᾽ ἀποσοῦ τὰ γερουσία (θὰ σὲ ὁδηγησω εἰς τούς δημογέροντας) 5) Ἡ γεροντικὴ ἡλικία, τὸ γῆρας Καλαβρ. (Μπόβ.) Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Χαλδ. κ.ἀ.): Τὸ παιδί του ἦτο γενναστῶνdα ᾽ς τὴν gερουσία dου (εἶχε γεννήσει τὸ παιδὶ κατὰ τὴν γεροντικην ἡλικίαν του) Μπόβ || Φρ. Γερουσία, γελουσία (τὸ γῆρας πολλὰ τὰ γελοῖα ἔχει) Σάντ Χαλδ || Γνωμ. ᾽Σ τὴν gερουσία ὅλα τὰ κακὰ τρέχουσι (τὸ γῆρας παρακολουθοῦν αἱ ἀσθένειαι καὶ πολλὰ ἄλλα κακὰ) Μπόβ. 6) Εἰς τὴν συνθηματικὴν γλῶσσαν, τὸ σύνολον λίαν ἡλικιωμένων ἀτόμων ἀποτελούντων ὁμάδα τινὰ ἣ κυβερνώντων, διοικούν- των ὁμάδα τινά. Εἰς τὴν χρῆσιν ταύτην τῆς λέξεως ὑπάρχει ὑβριστικὴ ἢ ἁπλῶς περιφρονητικὴ ἀπόχρωσις σύνηθ.: Αὐτοὶ ἐκεῖ μέσα εἶναι γερουσία, ραμολιμέντα. Τί προκοπὴ περιμένεις; (ἐκεῖ μέσα: ἐνν. εἰς τὴν προαναφερθεῖσαν εἰς τὴν συζήτησιν ὁμάδα ἀτόμων) Ἀθῆν. Γιὰ τὴ γερουσία μιλᾶς τώρα; (ἐνν. τους Ἀκαδημαϊκούς, τοὺς ἠλικιωμένορς ἱεράρχας κλπ.) αὐτόθ. β) Εἰς τὴν σχολικὴν γλῶσσαν, οἱ μαθηταὶ οἱ ὁποῖοι κάθηνται εἰς τὰ τελευταῖα θρανία τὴς σχολικἦς αἰθούσης καὶ οἱ ὁποῖοι συχνάκις εἶναι μεγαλύτεροι τῶν λοιπῶν συμμαθητῶν των κατὰ τὴν ἡλικίαν καὶ κατώτεροι εἰς τὴν σχολικὴν ἀπόδοσιν σύνηθ.: Κάτσε ᾽δῶ, ρέ, μὴν πᾶς πίσω μὲ τὴ γερουσία. Ποῦ κάθετ᾽ ὁ Γιάννης, ρέ; - Πίσω ᾽ς τὴ γερουσία Ἁθὴν. Σεῖς πίσω, γερουσία, ἢ θὰ κάτσουτ᾽ ἥσυχα ἢ θὰ σᾶς πετάξω ὄξω ᾽πὸ τὴν τάξη Πελοπν. (Γαργαλ.) Δὲ σταματῶ ᾽γὼ ᾽παὲ μὲ τὴ γερουσία (σταματῶ = κάθημαι, ἐνν. εἰς θρανίον) Κρἡτ. (Λασίθ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA