γεροφαροφύλακας

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεροφαροφύλακας

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γεροφαροφύλακας ὁ, Ν. Ἑστ. 17 (1935), 221.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ θέμ. γερο- καὶ τοῦ οὐσ. φαροφύλακας.

Σημασιολογία

Γέρων φαροφύλαξ: Ὁ γεροφαροφύλακας τραύηξε τὴ βάρκα ᾽ς τὸν ἄμμο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/