γεροφτε͜ιασμένος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεροφτε͜ιασμένος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γεροφτε͜ιασμένος ἐπίθ. (ΙΙ) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ. κ.ἀ.) Σ. Μυριβὴλ., Ζωὴ ἑν τάφ., 292 - Λεξ. Βυζ. γιρουφτε͜ιασμένους Στερελλ. (Βαρετάδ. Μύτικ. Σπάρτ. κ.ἀ.) γεροφτε͜ιαγμένος πολλαχ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γερὰ καὶ τοῦ φτε͜ιασμένος, παθ. μετοχ τοῦ ρ. φτε͜ιάνω.

Σημασιολογία

Ὁ ἔχων ἀρτίαν σωματικὴν διάπλασιν, εὔρωστος ἔνθ᾽ ἀν.: Εἶνι γιρουφτε͜ιασμἐνος οὑ Θῶμους. Μνο͜ιάζ᾽ τ᾿ πατέρα τ᾽ Μὐτικ. Τὸν εἶδα ἀπ᾽ τὴ ράχη μεριˬὰ νὰ στυλώνεται μπροστά μου ἔτσι ψηλὸς καὶ γεροφτε͜ιασμένος μὲ τὶς γερές του πλάτες Σ. Μυριβἡλ. ἔνθ᾽ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/