ἄρνησι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄρνησι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἄρνησι ἡ, Ζάκ. Ἤπ. Κρήτ. Πόντ. (Κερασ.) ἄρνη’ Ἴμβρ. Πληθ. ἀρνησία τά, Πόντ. (Κερασ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀρνε͜ιέμαι.

Σημασιολογία

1) Τὸ νὰ μὴ ὁμολογήσῃ τις κἄτι Ἤπ. Ἴμβρ. Πόντ. (Κερασ.): Ὅ,τ᾽ νὰ φά᾽ ἥ ’λιˬὰ d᾽ ἄ’ ἄρνη’ Ἴμβρ. Ἀσ᾿ σὸν ψεύτεν καὶ κλέφτεν πάντα ἀρνησία θ᾿ ἀκοῦς (ἀπὸ τὸν ψεύστην καὶ κλέπτην πάντοτε άρνήσεις θὰ ἀκούσῃς, ὅτι δηλ. δὲν ἔκαμαν κλοπὴν ἢ δὲν εἶπαν ψέματα) Κερασ. || Φρ. Τὸ πιˬάνω ἄρνησι (ἀρνοῦμαι) Ἤπ. 2) Ἄρνημα, ὃ ἰδ., Κρῆτ.: ᾎσμ. Τὸ θάνατό μου λόγιˬαζα κιˬ ὄχι τὴν ἄρνησί σου, ἄπονε, καὶ πῶς μ’ ἔβγαλες ἀπὸ τὴν ὄρεξί σου. 3) Τὸ Μηδικὸν σίλφιον τῆς φαρμακευτικῆς (assa foertida), γαλακτώδης ὀπὸς τοῦ φυτοῦ νάρθηκος (ferula), μαγικὸν φάρμακον πρὸς ἄρνησιν τοῦ ἐραστοῦ Ζάκ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/