βρωμόνερο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βρωμόνερο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Οὐσιαστικό

Γένος

Οὐδέτερο

Τυπολογία

βρωμόνερο τό, κοιν. βρουμόνιρου βόρ. ἰδιώμ. βρωμονέρι Μύκ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. βρῶμα (ἡ) καὶ νερό.

Σημασιολογία

1) Ὕδωρ βρωμερόν, ἀκάθαρτον κοιν. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Βρωμονέρι καὶ Βρωμόνερο ὡς τοπων. πολλαχ. 2) Διάλυσις φανικοῦ ὀξέος Σύμ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/