βρωμόπαιδο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βρωμόπαιδο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Οὐσιαστικό
Γένος
Οὐδέτερο
Τυπολογία
βρωμόπαιδο τό, σύνηθ. βρωμόπαιδον Πόντ. (Κερασ.) βρουμόπιδου βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. βρῶμα (ἡ) καὶ παιδί.
Σημασιολογία
1) Παιδὶ ἀκάθαρτον καὶ δυσωδίαν ἀποπνέον Πόντ. (Κερασ.) 2) Παιδὶ ἀνάγωγον, ἀγυιόπαις σύνηθ.: Τὰ βρωμόπαιδα ἀναστάτωσαν τὴ γειτονιά. 3) Παιδὶ ἠθικῶς διεφθαρμένον σύνηθ.: Ἕνα βρωμόπαιδο εὔκολα παρασέρνει ᾿ς τὸ κακὸ ἕν' ἄλλο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA