ἀχπάραγμαν

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀχπάραγμαν

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀχπάραγμαν τό, Πόντ. (Ἀργυρόπ. Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἀχπάραμα Πόντ. (Κοτύωρ.) ἀχπάρασμαν Πόντ. (Τραπ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀχπαράζω.

Σημασιολογία

1) Αἰφνιδιασμός, ἔκπληξις καὶ ὁ ἐκ τούτων τρόμος ἔνθ’ ἀν.: Τ’ ἀχπάραγμαν φέρ’ ἀνατίνγμαν (ἐκπτόησιν) Χαλδ. 2) Αἰφνιδία ἐπίσκεψις τοῦ γαμβροῦ μετὰ τὸ ξύρισμά του εἰς τὴν οἰκίαν τῆς νύμφης δῆθεν πρὸς παραλαβὴν αὐτῆς Πόντ. (Χαλδ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/