ἀχπαστὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀχπαστὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀχπαστὸς ἐπίθ. Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) ἀχπαστὴ ἡ, Πόντ. (Σταυρ.) ἀχπαστὸν τό, Πόντ. (Σάντ. Χαλδ.) ἐχπαστὸν Πόντ. (Χαλδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀχπάνω.

Σημασιολογία

1) Ὁ δυνάμενος ν᾽ ἀποσπασθῇ, νὰ ἐκριζωθῇ Πόντ. (Τραπ.): Ἀχπαστὰ λάχανα. 2) Ὁ ἀποσπασθείς, ὁ ἐκριζωθεὶς Πόντ. (Κερασ.) 3) Θηλ. καὶ οὐδ. οὐσ., ᾆσμα γαμήλιον ἀποχαιρετιστήριον τῆς νύμφης πρὸς τοὺς γονεῖς της κατὰ τὴν ἐκκίνησιν τῆς πομπῆς πρὸς τὴν οἰκίαν τοῦ γαμβροῦ Πόντ. (Σάντ. Σταυρ. Χαλδ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/