γέσιˬος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γέσιˬος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γέσιˬος ὁ, Ἤπ. - Λεξ. Βλαστ., 424 γέσιους Ἤπ. (Ἰωάνν. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. yeṣil = πράσινος. ΒΛ Ε. Μπόγκ., Τουρκ. λέξεις, 20. Ὁ μετασχημ. κατ᾽ ἀναλογίαν πρὸς τὸ πάπιˬος,
Σημασιολογία
Τὸ ἄρρεν τοῦ πτηνοῦ Νῆσσα ἡ πλατύρρυγχος (Anas platyrhunhos), μὲ χρῶμα ἐπὶ τῆς κεφαλῆς στίλβον πράσινον ἔνθ· ἀν.. Συνών. βλ. εἰς λ. γέσι. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τὸν τύπ Γέσιος Ἀθῆν. Μακεδ. (Θεσσαλονίκ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA