γεσίρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεσίρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γεσίρι τό, Πόντ. (Ἰνέπ.) γεσίρ᾽ Πόντ. (Τραπ.) γιασίρ᾽ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) γιασίριν Πόντου (Κερασ.) γεσίρης Ἤπ. (Πάργ.) Λυκ. (Λιβύσσ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. esir = αἰχμάλωτος.

Σημασιολογία

1) Αἰχμάλωτος πολέμου ἔνθ᾽ ἀν.: Γιασίρ᾽ καὶ αἰχμάλωτον ἐγένετον Τραπ Πιάνω γεσίρ᾽ αὐτόθ. β) Αἰχμάλωτος πολέμου πωληθεὶς ὡς δοῦλος Πόντ. (Ἰνέπ. Τραπ.): Ἀφ᾽ τὸν Ἀπαζᾶ γεσίρ᾽ μ᾿ ἀγόρασες; (πρὸς τὸν δεικνύοντα τυραννιτάς, δεσποτικὰς διαθέσεις. Ἀπαζᾶ = Ἀβχαζία, περιοχὴ τοῦ Καυκάσου) Ἰνέπ. 2) Μεταφ., ἄνθρωπος ὑφιστάμενος ταλαιπωρίας καὶ κακουχίας Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.). Ἐέντον γιασὶˬρ ᾽ς σῆ χώρας τὰ πόρτας. 3) Εἶδος παιδιᾶς, κατὰ τὴν ὁποίαν ἑκάστη ὁμὰς τῶν παικτῶν κρατεῖ ὡς αἰχμάλωτον τὸν ἑκάστοτε συλλαμβανόμενον εἰς τὸν δρόμον παίκτην τῆς ἀντιθέτου ὁμάδος. Πόντ. (Τραπ.) Συνών. ἀμπάριζα, ἀμπάρρα 10, ἀμπαρρίτσα ΙΙ, ἀγκωνιˬάριζα, γελεκάκι 2, γιˬουρντάκι, ἔμπατος, καλές, κλέφτικο, μέλι-μέλι, ντίλιντίλι, ντρικάκιˬα, σκλάβα, σκλαβάκιˬα, σκλαβιˬά, σκλάβος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/