ἄχραντος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄχραντος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄχραντος ἐπίθ. λόγ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Χαλδ.) ἀχράντα ἡ, Κύπρ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἄχραντος.

Σημασιολογία

1) Ἄσπιλος, ἀμόλυντος, ἁγνὸς ἔνθ’ ἀν.: Ἄχραντη παρθένα. Ἄχραντο κορίτσι. Μὰ τ᾽ ἄχραντα μυστήρια! (ὅρκος) σύνηθ. || ᾌσμ. Λύν’νε καὶ τά ζωνάρ ’του, γομών’ν ἀτα κουντέας, φορίζ’ν ἀτα τὸν ἄχραντον, τῆς Παναγιˬᾶς τὸ τέκνον Χαλδ. 2) Θηλ. ἀχράντα οὐσ., ὁ εἰς τὴν ἐκκλησίαν κατὰ τὰς ἑορτὰς προσφερόμενος ἄρτος, τὸ πρόσφορον Κύπρ. Συνών. ἀντίδωρο 2, ἄρτος 2, βλογιˬά, λειτουργιˬά, πρόσφορο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/