γεύση

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεύση

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γεύσῃ ἡ, λόγ. σύνηθ καὶ δημῶδ. Μύκ. Πόντ. (Οἰν.) γέψη Ἄνδρ (Κόρθ.) Ἐρεικ Ζάκ (Μαχαιρᾶδ. κ.ἀ.) Κέρκ. Κρήτ. (Κίσ. Κυδων. Νεάπ. Σέλιν.) Μαθράκ. Ὀθων. Παξ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Γαργαλ Κίτ. Μάν.) Χίος (Βροντ.) γέψ᾽ Εὕβ. (Λιχὰς)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ούσ. γεῦσις. Ὁ τύπ. γέψη καὶ εἰς Πεντάτευχ. Ἔξοδ. 16,31 (Hesseling) καὶ εἰς Δεφαρ., Λόγ. 234.

Σημασιολογία

1) Ἡ αἴσθησις τῆς γεύσεως Οἰν.: Ὁ στόμας μου γεῦσιν ᾽κ ἔχει 2) Τὸ αἴσθημα τὸ προκαλούμενον ἐκ τῆς γεύσεως φαγητῶν σύνηθ.: Αὐτὸ τὸ φαΐ ἔχει πικάντικη γεύση σύνηθ. Ἡ γέψη του πῶς εἶναι; Κόρθ. Τὸ φαΐ δὲν ἔχει καλὴ γέψη Κίτ. Μάν Δὲ μ᾽ ἀρέσουνε τὰ νερόβραστα ρεβίθια, δὲν ἔχουνε καλὴ γέψη. Γαργαλ. Ἔχει μιὰ γέψη ποὺ δὲν πάει σὲ στόμα (ἔχει δυσάρεστη γεύση) Μαχαιρᾶδ. Οὑ κριθαρἠσους οὑ καφὲς εἶνι ἀγιφτους, δὲν ἔχ᾽ γέψ᾽ Λιχὰς || Παροιμ. Μεγάλη Πέφτη, | μεγάλη γέψη (κατὰ τὴν Μ. Πέμπτην πολλοὶ μεταλαμβάνων τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων) Ἀρκαδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/