ἀχρειάνης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχρειάνης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀχρειάνης ἐπίθ. Ἤπ. Κάρπ. Μεγίστ. Ρόδ. Σύμ. –Λεξ. Δημητρ. ἀχρε͜ιά’ς Ἴμβρ. Δαρδαν. (Καλαφατ. Σίγ.) Μακεδ. (Ζουπάν.) ἀχρειγιˬάνης Ἄνδρ. ἀχρειγιˬά’ς Λέσβ. (Πλομάρ. κ.ἀ.) ἀχρgε͜ιάνης Ρόδ. ἀχρε͜ιάντς Μακεδ. (Βλάστ. Σιάτ.) ἀχρά᾿ς Μακεδ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. *ἀχρειᾶνος<ἄχρειος.
Σημασιολογία
1) Ἀχρεῖος, βωμολόχος, αἰσχρὸς Ἄνδρ. Ἤπ. Ἴμβρ. Λέσβ. (Πλομάρ. κ.ἀ.) Κάρπ. Μακεδ. (Βλάστ. Σιάτ.) Ρόδ. Σύμ. –Λεξ. Δημητρ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀτσαλιάρις, ἔτι δὲ ἀχρειάδικος, ἀχρειάνικος, ἀχρειάνιστος, ἀχρείαστος 4, ἀχρειόγλωσσος, ἀχρειολόγος, ἄχρειος Α2, ἀχρειόστομος. Πβ. ἀχρειᾶς, ἀχρειολογᾶς. β) Ἀγροῖκος, ἄξεστος Μεγίστ. γ) Ὁ ἀναιδῶς ἐκ τοῦ κόπου τῶν ἄλλων τρεφόμενος Μακεδ. (Ζουπάν.): Οὑ Θιˬὸς νὰ τοὺν ἀστραπουκάψ' τοὺν ἀχρε͜ιά’! 2) Ἑλληνόφωνος Μουσουλμᾶνος Ρόδ. Σύμ. 3) Βούλγαρος Μουσουλμᾶνος Μακεδ. 4) Τοῦρκος Δαρδαν. (Καλαφατ. Σίγ.) 5) Εἶδος πτηνοῦ Μεγίστ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA