γεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γεύω Ἀθῆν. Αἴγιν. Ζάκ. Ἤπ. (Πρέβ. κ.ἀ.) Ἰθάκ. Κεφαλλ. Κύθηρ. Μῆλ. Μύκ. Παξ. Πάρ. Πελοπν. (Μεσσην.) Σῦρ. - Λεξ. Περιδ Αἰν. Δημητρ. γεύου Ἤπ. (Κουκούλ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Μακεδ. (Βελβ. Δρυμ Καταφύγ. Κορμίστ. Ριζώμ. Πάγγ. Σέρρ. Χαλκιδ.) Στερελλ. (Ἀμφιλοχ. Ναύπακτ. Σπάρτ. κ.ἀ.) γεύγω Ἀμοργ. Κρήτ. (Νεάπ. Σέλιν. κ.ἀ.) - Λεξ. Βλάχ. ᾽εύγω Νάξ. (Ἀπὐρανθ.) Μέσ. γεύομαι πολλαχ. γεύουμι Εὔβ. (Ἄκρ. Ψαχν. κ.ἀ.) Ἤπ. (Κουκούλ. κ.ἀ.) Θεσσ (Πηλ. Τσαγκαρ.) Μακεδ. (Βόιον Δεσκάτ. Δρυμ. Καταφὐγ. Νάουσ. Νιγρίτ. Ριζώμ. Πεντάπολ. Σέρρ. Χαλκιδ κ.ἀ.) Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Ἀχυρ. Περίστ. Σπάρτ. Τριχων. Ὑπάτ. Φθιῶτ. Φωκ.) γεύγομαι Θήρ. Κάσ. Κρήτ. (Ἀρχάν. Νεάπ. Σέλιν. κ.ἀ.) Μῆλ. Σίφν. Σκῦρ. Χίος (Πισπιλ. κ.ἀ.) - Λεξ. Βάιγ Μπριγκ. γεύγουμι Λέσβ. γιοῦβουμι Μακεδ. (Βέρ. Θεσσαλον κ.ἀ.) ᾽εύγομαι Νάξ. (Ἀπύρανθ.) δεύγομαι Τῆλ. γεύκομαι Κύπρ. Πόντ (Οἰν.) γευγόμ᾽νε ᾽μα Τσακων. (Χαβουτσ.) γεγγούμενερ ἔνι Τσακων. (Πραστ.) γέτ-τομαι Ἁπουλ (Καλημ.) Μετοχ. γεμένος πολλαχ. γιμένους πολλαχ. βορ. ἰδιωμ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ρ. γεύω Ὁ τύπ. γεύγω καὶ γεύγομαι καὶ Βυζαντ. Βλ. Δουκ εἰς τὴν λ. γεύγειν, Φλωρ καὶ Πλάτζια Φλώρ. στ. 1461 (ἕκδ. Ε. Κριαρ., Βυζαντ ἱπποτ, μυθιστ., σ. 169) κ.ἀ., περὶ τῶν ὁποίων βλ. Ε. Κριαρ. Λεξ. τόμ. Δ᾽, σ. 269. Ὁ τόπ. γεύγομαι καὶ παρὰ Σομ. Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ τοῦ τύπ. γεύγωνεύγομαι δι᾿ ἀναπτύξεως τοῦ γ βλ. Γ. Χατζιδ. ΜΝΕ 1, 48-50.
Σημασιολογία
Α) Κυριολεκτ. 1) Δίδω εἴς τινα φαγητὸν νά γευθῇ, παραθέτω εἴς τινα γεῦμα Αἴγιν. Ἀντίπαξ. Ζάκ. Ἤπ. (Κόνιτσ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Κεφαλλ. Κρήτ. Κύθηρ. Μακεδ. (Καταφύγ. κ.ἀ.) Μῆλ. Μὐκ. Νάξ. (Βόθρ. Ἀπὐρανθ. κ.ἀ.) Παξ. Πάρ. Σῦρ. - Λεξ. Αἰν. Περ Δημητρ.: Πᾶμε ᾽ς τὸ σπίτι νὰ σᾶσε γέψωμε Νάξ. (Βόθρ.) Ἤρθε ᾿ς τὸ φτωχικό μας, τὸν ἐγέψαμε κιόλας Παξ. Ἄιdε, ἀφέdη, νὰ σὲ πάρωμε ᾽ς τὸ παλάτι μας νὰ σὲ γέψωμε Μὐκ. Σήμερα θὰ τὸν γέψω ἕνα καλὸ φαΐ Πάρ. Πούβετα μοῦ τὸν ἐγέψανε τὸ γιˬό μου σήμερα (πούβετα = κάπου) αὐτόθ. Εἶχε νὰ γέψῃ κάτι φίλους του Κεφαλλ. ᾿΄Εχουνε τσοὺ συμπεθέρους καὶ τσοὺ γεύουνε αὐτόθ. Τώρα θέτε νὰ σᾶσε γέψω; Σῦρ. Τὴ Κυριˬακὴ θὰ κάμῃς τραπέζι νὰ καλέσῃς τσὶ τσὶ᾽ ονοί σου νὰ τσὶ ᾽έψῃς (᾿ονοὶ = γονεῖς) Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Ἤκαμε ᾽έψιμο ᾿ιˬὰ νὰ τὴν ᾿έψῃ αὐτόθ. Νὰ μὴ μοῦ ξανακουβαλήσῃς αὐτὸ δὰ τὸ λιμάρη ᾿ς τὸ σπίτι μου νὰ τόνε γέψω (λιμάρη = πειναλέον) Μῆλ. Τώρα μνιˬᾶς κ᾽ ἦρχες, θὰ κάτσῃς τὸ μεσημέρι νά σὲ γέψωμε (ἦρχες = ἦλθες) αὐτόθ. Μιˬὰ ποὺ βρέθηκες ᾽ς τὸ φτωχικό μας, δὰ κάτσῃς σκιˬὰς νά σὲ γέψωμε (δὰ = θά, σκιˬὰς = τοὐλάχιστον) Κρὴτ. Σὰν ἐbήκανε μέσα οἱ ξενότοποι, ἔγνεψε ὁ γέρος τσῆ κοπελιˬᾶς του νά πχιˬάσῃ μνιˬὰ gόττα καὶ νὰ τήνε σφάξῃ, γιˬὰ νὰ τσὶ γέψουνε (ξενότοποι = ἐπισκέπται ἀπὸ ξένον μέρος· ἐκ παραμυθ.) Μῆλ. || Παροιμ. Ἔταξε μὰ δὲν ἔγεψε (ἐπὶ τῶν ἀθετούντων δοθεῖσαν ὑπόσχεσιν) Αἴγιν. Κέρασέ με, νὰ σὲ γέψω, | γέψε με, νὰ σὲ παdρέψω (ἐπὶ τῶν αἰτούντων ἀνταλλάγματα διὰ νὰ προσφέρουν μίαν ἐξυπηρέτησιν) Κεφαλλ. Σὰν θέλῃς νὰ σὲ γεύγουν, γεῦγε καὶ σὺ (ἐπὶ ἀνάγκης ἀμοιβαίας ἐξυπηρετήσεως) Ἀμοργ. || ᾌσμ. Νὰ μοῦ σὲ γεύουνε λαγούς, νὰ σὲ δειπνοῦν περδίκιˬα Ἤπ. (Κόνιτσ.) Την βάνει ᾽ς τὸ τραπέζι να τήνε γέψῃ, βάνει φαρμάκι μέσα, νὰ φαρμακέψῃ (ἐνν. τὴν γυναῖκα του) Θρᾴκ. (Αἶν.) Συνών. τραπεζώνω, φαγοποτίζω, φιλεύω. 2) Ἐνεργ. καὶ μέσ, δοκιμάζω φαγητόν τι ἀπογευόμενος Ἤπ. (Ξηροβούν. κ.ἀ.) Κύπρ. Μακεδ. (Βελβ. Πάγγ. Σέρρ. Χαλκιδ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Πόντ. (Ὄφ.) Στερελλ (Ὑπάτ.): Γεύου τοὺ φαΐ Πάγγ. Γέψ᾽ τοὺ φαΐ (Ὑπάτ.) Γέψου τὸ φαΐ νὰ ἰδῇς ἂν ἔχῃ ἆλάτι Μάν. Ἅμα τοὺ γιφτῇς, τότις μ᾽ λὲς (ὅταν δοκιμάσης τὸ φαγητόν, τότε θὰ μοῦ εἰπῇς πόσον νόστιμον εἶναι) Σάμ. Ἔ᾽ δ-δυνατὸν νὰ μαειρέψῃς καὶ νὰ μὲ γευτῇς τὸ φαΐ; Κύπρ. Νὰ σοῦ ᾽μώσω πὼς ᾽ὲν τὸ γεύτηκα; (᾽μώσω = ὁρκισθῶ) αὐτόθ. Μήτε τὰ θέλω τὰ κουκκιˬὰ μήτε τὰ ᾽εύγομαι Ἀπύρανθ. Ἔταν τὰν οὕρα ἔκι γεγγόμενε τὰν κίτ᾽α (ἐκείνην τὴν ὥραν ἐδοκίμαζε τὴν πίτταν) Τσακων. Δὲν ᾽ν᾽ ἐγέμα τὸ σομὸ (δὲν τὸ γεύτηκα τὸ φαγητὀ) αὐτόθ. ΙΙ Φρ. Γεύσαστε καὶ ἴδατε (ἐπὶ φαγητῶν ἢ ποτῶν θεωρουμέμένων ὡς ἐξαιρετικης ποιότητος ὑπὸ τοῦ ὁμιλοῦντος) Ἤπ. Γέ᾽κε μιˬὰ πίττα! Γεύσαστε καὶ ἴδατε αὐτόθ. Αὐτὸ τὸ φαΐ ἦταν γεύσατε καὶ ἴδατε αὐτόθ. Πβλ. Π.Δ., Ψαλμ. 339 «Γεύσασθε καὶ ἴδετε ὅτι χρηστὸς ὁ Κύριος· μακάριος ἀνὴρ ὃς ἐλπίζει ἐπ᾽ αὐτόν». Ἄλλος μὲ πίττα γεύεται κιˬ ἄλλος μὲ τὸ καρβέλι (ἐπὶ ἀμοιβαίας φιλοξενίας) Πελοπν. (Γορτυν.) ᾿Εγεύτην το τζ᾽ ἔκατσέν το ᾽ς τὸ γαστρὶν (ἡ δοκιμὴ ἐξασφαλίζει δικαίαν ἐκτίμησιν) Κύπρ. Θαρεῖς ὅλοι ποὺ νίβγουdαι | μὲ τὸ δεσπότη γεύουιdαι; (ἐπὶ τῶν πολλῶν ἐργαζομένων, ὀλίγων δὲ ἀπολαυόντων) ᾽Αμοργ. || Αἴνιγμ. Τὸ τυρὶ τὸ τυραλένο, τ᾽ ἄσπρο, τὸ σιμιδαλένο, νὰ τὸ φᾷς δὲν τρώεται, νὰ κόψῃς, δὲν κόφκεται, κάθε γλῶσσα γεύκεταί το (τὸ θηλασμα) Κύπρ. (Κερύν.) || ᾎσμ. Ἕσκυψεν νὰ τοὺ γευτῇ | κ᾽ ἔκατσέν το ὥς τὸ γαστρὶ (ἐνν. τὸ πιθάρι μὲ τὸ κρασὶ) Κύπρ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. 3) Μέσ. λαμβάνω τὸ μεσημβρινὸν φαγητόν, γευματίζω Αἵγιν. Ἀμοργ. Ἄνδρ. Θήρ. Ἰθάκ. Ἴος Ἴων. (Σμύρν.) Κάρπ. Κέρκ. Κεφαλλ. Κρήτ. (Ἐνν. Χωρ Μαλάκ. Μύρθ. Σέλιν. κ.ἀ) Κύθν. Μῆλ. Μύκ. Σέριφ. Σίφν. Τῆλ. κ.ἀ - Λεξ. Βάιγ. Δημητρ.: Πάω νὰ γευτῶ Ἴος Ἄιdε νὰ γευτῇς τσαὶ νὰ πέσῃς (= νά ἀναπαυθᾖς) αὐτόθ. Ἔγευτήκετε ἢ ἀκόμα; Κεφαλλ. Τσοὺ βρήκαμε κιˬόλας γεμένους αὐτόθ. Πᾶμε νὰ γευτοῦμε ᾿Αμοργ. Κάμε, γυναῖκα, φαΐ ὄμορφο, γιˬατί θὰ νά ᾽ρθῃ ὁ πλούσιος γιὰ νὰ γευτοῦμε μαζὶ Μύκ. Ἤλεα πὼς εἶστε γεμένοι, μὰ σεῖς τρῶτε ἀκόμα αὐτόθ. Αὔριο dὸ μεσημέρι νά ᾽ρθῃς νὰ ᾿εὐτοῦμε Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ὅ,τι ποὺ ἐγεύτηκα (μόλις ἐτελείωσα τὸ γεῦμα) Σίφν. Πᾶ᾽ νὰ γευτοῦμε, Ἁρακλῆ; Σέριφ. || Φρ. Καλῶς τὰ γεύεστε! (εὐχὴ πρὸς γευματίζοντας) Κρητ. (Μύρθ.) || Παροιμ. Ὁ κλέφτης γεύεται, μὰ δὲ δειπνᾷ (προσωρινά εἶναι τὰ ἐκ τῆς κλοπῆς ὧφέλη) Μῆλ. Ὁ ψεύτης γεύεται, μὰ δὲ δειπνᾷ (συνών. μὲ τὴν προηγουμ. ὡς πρὸς τὰ ψεύδη) Θήρ. Εἶπες ψόματα κ᾿ ἐγεύτηκες, εἶπες ἀλήθε͜ια καὶ δὲ θὰ δειπνήσῃς (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Κύθν. Μύκ. νά (πβ τὴν κοινὴν παροιμ Ὁ κλέφτης καὶ ὁ ψεύτης τὸν πρῶτο χρόνο χαίρονται) Ἀλλοίμονο ποὺ καρτερεῖ γέμα ᾽πὸ τὸ χωριˬό! Γεύονται, ξεγεύονται κ ἐκεῖνος περιμένει (μόνον είς τᾶς ἱδικάς του δυνάμεις πρέπει νὰ ὑπολογίζῃ τις) Κύθηρ. Τὸ καλὸ τὸ μαϊστράλι γέψου καὶ καρτέρα το (ὁ δυνατὸς Βορειοὃυτικὸς ἄνεμος πνέει πάντοτε ὀλίγας ὥρας μετὰ τὸ μεσημβρινὸν φαγηιον) Αἴγιν. Ἡ νοτιˬὰ εἶπε: γέψου καὶ καρτέρα με (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Γέψου κιˬ ἀκαρτέρει με λέει ἡ ὄστρια ᾽Ερεικ. || ᾌσμ. Κάμε του γιόμα νὰ γευτῇ τσαὶ δεῖπνο νὰ δειπνήσῃ Ἴος Βάλ᾽ τους τραπέζι νὰ γευτοῦν, μαdήλι νὰ δειπνήσουν (μαdήλι = τραπεζομάνδηλον) Ἰων. (Σμύρν.) Πάρ. Στρῶσε του τάβλα νὰ ᾽ευτῇ, τραπέζι νὰ δειπνἠσῃ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Νὰ φτε͜ιάσω γιˬόμα νὰ γευτῇς καὶ δεῖπνο νὰ δειπνήσῃς Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Κ᾽ ἐπῆγε καὶ τοὺς ηὕρηκε ᾿ς τὸ γιόμα ποὺ ἐγευόνταν Ἰων. (Σμύρν.) Λαγὸν κιˬ ἂν πιάσῃς γεύγεσαι, περδίκι καὶ δειπνᾷς το Κρήτ. (Μαλάκ.) Στρῶσε των τάβλα νὰ γευτοῦν καὶ κλίνη νὰ πλαγιˬάσουν Δ. Κρήτ. Δῶσι του γιˬόμα νὰ γιφτῇ, δείπνου γιˬὰ νὰ δειπνήσῃ Στερελλ. (᾿Ακαρναν.) Στρώνει τὴν τάβλα νὰ γευτοῦ χίλιω λογιˬῶ τραπέζι Κάρπ. Στρῶσε του τάβλα νὰ γευτῇ, γιˬόμα νὰ γιˬοματίσῃ κιˬ ἄνοιξε τὴν κασσέλα μου τὴ μαυραραχνιˬασμένη Κέρκ. Κόρη ἀποκάτω γεύγετο λαοὺς καὶ περιστέριˬα Κάσ. Τ᾽ ἀιˬταίρι σου τὸ γεύτηκα, ἐσένα θὰ δειπνήσω Κεφαλλ. Χήρας ὑγιˬὸς ἐγεύγετο σὲ μιˬὰ μηλιˬὰ ᾽ποκάτω, χρυσό ᾽τον τὸ πιρούνιν dου κιˬ ὁλάργυρο τὸ πιˬάτο Κρήτ. Τσῆ χήρας γιˬὸς ἐγεύγουνταν σὲ μαρμαρένιˬα τάβλα, χρυσᾶ ᾽τα τὰ πιρούνιˬα dου, χρυσᾶ ᾽τα καὶ τὰ πιˬάτα Κρήτ. (Ἀρχάν.) Μὰ πάλι ξαναπρέπει σου νὰ τρῶς κουλούριˬα ἀφρᾶτα, τσῆ κιτρολεμονιˬᾶς τ᾿ς ἀνθοὺς νὰ γεύγεσαι σαλάτα Κρήτ. (Σέλιν.) Βάρ᾽τε σκαμνιˬὰ νὰ κάτσουσι καὶ τάβα νὰ ᾿ευτοῦσι Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Τοῦ στρώνει τάβλα νὰ γευτῇ, τάβλα νά γιˬοματίσῃ Κεφαλλ. Νὰ σοῦ ᾽χω γιˬόμα νὰ γευτῇς, δεῖπνο γιὰ νὰ δειπνήσῃς Ἴος Καὶ γεύομαι τὸν κουρνιˬαχτὸ, δειπνάω ἀπὸ τὸ χῶμα (μοιρολ.) Κεφαλλ. Ἄν κάμῃς γιόμα, γέψου το, κιˬ ἂν κάμῃς δεῖπνο, δείπνα (μοιρολ.) Τριφυλ. Ἀγροίκα το, μαννούλα μου, τὸ τί σοῦ παραγγέλνω. Ἄν φτε͜ιάσῃς γιˬόμα, γέψου το, καὶ δεῖπνο, δείπνησέ το (μοιρολ) Πελοπν. (Μάν.) Ἐμαύρισ᾽ ἡ καρδοῦλα μου σὰν τοῦ ψωμιˬοῦ τὴν bάννα! Πουλλί μου, πῶς δὲν ἔρχεσαι γιὰ νὰ γευτοῦμ᾽ ἀdάμα; (μοιρολ) Πελοπν. (Λάκων.) Φτε͜ιάσε του γέμα νὰ γευτῇ καὶ δεῖπνο νὰ δειπνήσῃ (μοιρολ.) Πελοπν. (Λάκων. Μάν.) Νὰ πίνουν τὸ δροστάλαγμα, νὰ γεύωdαι τὸ χῶμα (μοιρολ) Ἰθάκ. 4) Ἑνεργ. καὶ μέσ., λαμβάνω τροφὴν ἐν γένει, τρώγω Ἀθῆν. (παλαιότ.) Αἴγιν. Ζάκ. Θήρ. Ἰθάκ. Κάρπ. Κρήτ. Κύθηρ. Κύπρ. (Λευκωσ. κ.ἀ.) Λέσβ. Μακεδ. (Δρυμ. Πάγγ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ. Βούρβουρ. Μεσσην.) Σάμ. Σαμοθρ. Σκῦρ. Τῆλ. κ.ἀ.) Πήγαινε νὰ βάλῃς τοῦ μαστόρωνε νὰ γευτοῦνε καὶ ἔλα πάλι νὰ σοῦ πῶ Ζάκ. Νὰ σοῦ δώσῃ μιὰ φουρνιˬὰ ψωμὶ κ᾽ ἕναν ἀρνὶ νὰ φέρῃς νὰ γευτοῦμε (ἐκ παραμυθ.) Θήρ. Μ᾿ ἔδιναν ἕνα κομμάτι ψωμὶ κ᾽ ἔγευα Πάγγ. Κοπιˬάστε νὰ γευτοῦμε! Κρήτ. Νὰ γέψουμε Δρυμ Ἐν ηὗραν τίποτε νὰ γευτοῦν Λευκωσ. || Παροιμ. Μήτ᾽ ἄργησε μήτ᾽ ἔγεψε (ἐπὶ νωθρὦν ἰσχυριζομένων ὅτι καταβάλλουν προσπάθειαν διὰ τὴν ἔγκαιρον ἄφιξίν των ἢ τὴν ἐπιτυχίαν σκοποῦ τινος, ἐν τῇ πραγματικότητι ὅμως φθανόντων πάντοτε κατόπιν ἑορτῆς) Ἀθῆν. (παλαιότ.) Πελοπν. (Μεσσην.) Πβ. Ν.Πολίτ., Παροιμ 2, 442-443. Ἀπὸ ἀκριβὸ λαβαίνεις, ἀπὸ φαγᾶ δὲ γεύεις (ἐπὶ τοῦ ματαίου ἀναμονἦς βοηθείας ἐκ μέρους κοιλιοδούλων ἢ λαιμάργων) Αἴγιν. || Αἴνιγμ. Σὲ τόπο δὲ φυτεύεται, σὲ περιβόλι ὄχι, ὁ βασιλιὰς τὸ γεύεται κιˬ ὅλος ὁ κόσμος τό ᾽χει (τὸ ἅλας) Κύθηρ. Βούρβουρ. Μὶ τιμοῦνι βασιλιˬάδις κι ἄρχοντις, μὰ σὰν ἰδῶ τὴ μάννα μου, γεύουμι τοὺ θάνατου (ὁμοίως τὸ ἅλας) Σάμ. || ᾌσμ. Στρώνει τω τάβλα νὰ ᾽ευτοῦ πᾶσα λογιˬῶν dραπέζι Κάρπ. Βάνου d᾽ νὰ φάῃ, δὲ γεύιτι, βάνου d᾽ νὰ πιῇ, δὲ bίνει Σαμοθρ. Καλῶς τονε τὸ σεβδαλῆ | Κόπιασε νὰ δευτοῦμε Τῆλ. Σὲ πύργο ἀπάν᾽ ἀνέβηκε, | βρίσκει κυρὰ καὶ γεύεται Σκῦρ. ᾽Σ τὴ μιˬὰ χώρα νὰ γεύεσαι, ᾽ς τὴν ἄλλη νὰ κοιμᾶσαι καὶ ᾽ς τὴν Κωσταντινούπολη νὰ πᾶς νὰ λειτουργᾶσαι (βαυκάλ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Μέσ᾽ ᾽ς τὰ χουριˬὰ νὰ γεύισι, ᾽ς τὶς χῶρις νὰ κοιμᾶσι (βαυκάλ.) Λέσβ. Ἡ σημ. ἀρχ. καὶ Βυζαντ. β) Εἰς τὴν φρ. τὶς γεύομαι, τρώγω ξυλιές, δέρομαι Εὔβ. (Ἄκρ.) Μύκ. Νάξ. (Γαλανᾶδ. Ἀπύρανθ. κ.ἀ.) Κατὰ πὼς πᾷς, θὰ τζ᾽ γιφτῇς, μ᾽ φαίνιτι Ἄκρ. Ξάνοιξε, μὴ τζ ὶ γευτῇς Μύκ. Ἀξάνοιε καλὰ, νὰ μὴ τσὶ γευτῇς Γαλανᾶδ. Μὰ εἶdά ᾽χει καὶ κλαίει; - Ἐγεύτηκε τζι κ᾽ ἐγεύτηκἑ τζι καὶ καλὲς Ἀπὐρανθ. Ἥσυχα ιˬά θὰ τσὶ ᾿ευτῇς (αὐτόθ) ᾽Εεύτησά τζι κ᾽ οἱ δυˬὸ κ᾽ ἦτο gαὶ καούτσικες (αὐτόθ) Συνών. φρ. τὶς δοκιμάζω, τὶς τρώγω. Β) Μεταφ. Ι) Ἐνεργ., βασανίζω τινά, ταλαιπωρῶ τινα ἑπιβάλλω εἴς τινα τιμωρίας Στερελλ. (Αἰτωλ. Ναύπακτ. Σπάρτ. κ.ἀ.) Δὲ φαdάζιστι τί τοὺν γεύου κάθι μέρα Σπάρτ. Τί τὰ γεύ᾽ αὐτὰ τὰ πιδιˬὰ ἕνας Θιὸς ξέρ᾽ αὐτόθ. Οὑ Θιὸς ξέρ᾽ τί τοὺν γεύ᾽ κάθι μέρα Ναύπακτ. Δὲ γλυκουσάλιˬασι αὐτὸς πουτέ, γιˬατί ἔγιψι τοὺς γουνέους τ᾽ Αἰτωλ. ΙΙ) Μέσ. 1) Δοκιμάζομαι, λαμβάνω ἢ ἔχω πεῖραν τινὸς (συνήθως πικρὰν πεῖραν) Εὔβ. (Ἄκρ.) Ἤπ. (Κουκούλ.) Μακεδ. (Βελβ.) κ.ἀ.: Μὴ μ᾿ λὲς γιὰ τοῦ στρατιˬουτ᾽κό! Τοὺ γευ᾽τ᾽κα πέdι χρόνιˬα κὶ τοὺ ξέρου καλὰ Ἄκρ. Πρέπ᾽ νὰ τοὺν γιφτῇς, ὅπως τοὺν ἔχου γιφτῇ ᾽γώ, γιὰ νὰ καταλάβ᾽ς πο͜ιὸς εῖνι αὐτόθ. Τὰ γεύ᾽κα κὶ τὰ ξέρου Βελβ. Δὲν τὰ π᾽στεύου ἰγὼ αὐτὰ ποὺ μ᾿ λές! Τά ᾽χου γιμένα ἰγὼ τὰ παχιˬὰ τὰ λόιˬα Κουκούλ. Ἡ συμ καὶ ἀρχ. β) Κατανοῶ τινα, ἀντιλαμβάνομαι περὶ τῆς ποιότητος τινὸς Μακεὃ. (Γήλοφ. Δεσκάτ. κ.ἀ.) Τοὺν γεύ᾽κα ἰγὼ τί ἄνθρωπους εἶνι! Γἡλοφ. Καλὰ τοὺν γεύ᾽κα ἰγὼ ὅτ᾿ αὐτὸς θὰ νὰ ἦταν ἀπ᾽ ἔκλιψι τ᾿ς φοῦρκις ἀπ᾽ εἶχα κουμμένες Δεσκάτ. 2) Βασανίζομαι, ταλαιπωροῦμαι Εὔβ. (Ἄκρ. Ψαχν.) Θεσσ. (Πήλ. Φωτειν.) Μακεδ. (Γήλοφ. Δασοχώρ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀχυρ Περίστ. Σπάρτ. Τριχων. Φθιῶτ. Φωκ.): Δὲ φαdάζιτι κανένας τί γεύουμι μ᾽ αὐτὰ τ᾽ άλουγα γιˬὰ νὰ οὑργώσου. Σπάρτ Γεῦτ᾽κα πουλὺ ὅσου bόρισα νὰ dοὺ gάμου ἄνθρουπου, ἀλλὰ τίπουτα Ἄκρ Ψαχν. Θὰ γιφτοῦ καbόσου, ἀλλὰ θὰ τοὺ κάμου ἕνα μ᾽λάρ᾽ π᾿ θὰ dοὺ ᾽bίζισι αὐτόθ. Γεύτ᾽κα πουλὺ ὅσου νὰ dοὺ κάμου ἀbέ᾽ αὐτόθ. Γεύουμι δυˬὸ μῆνις ἀπ᾽ ᾽ν ἀστένε͜ια Αἰτωλ. Ἰγὼ γεύουμι ᾽ς τὰ χουράφιˬα Περίστ, Ξέρ᾽ς τί γεύ᾽κα γιˬ᾽ αὐτὸ τοὺ πιδὶ νὰ τοὺ τρανέψου; Γήλοφ. Μή γεύισι, Κώτσου μ᾿! Δὲ gαρπάει αὐτὸ τοὺ χουράφ᾽ Τριχων. Θὰ γιφτῇς, γιˬὰ νὰ φᾶς ψουμὶ Αἰτωλ. Γεύ᾽κα σήμιρα πουλὺ ᾽ς τὰ φασούλιˬα (ἐκουράσθην πολὺ σήμερα καλλιεργῶν ἀγρὸν μὲ φασόλια) Φθιῶτ Φωκ. Ἀς τουν νὰ ξαπουστάσ᾽! Ἔνι γιμένους αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA