γεφυράκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεφυράκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γεφυράκι τό, κοιν. γεφυράτσι Εὔβ. (Κονίστρ. Κουρ. Ὀξύλ. κ.ἀ.) γεφυρά᾽ Εὔβ. (Ἄκρ. Ψαχν.) γιφ᾽ρά᾽ Στερελλ (Ἀμφιλοχ. Χαιρών. κ.ἀ.) γιˬοφυράκι Ἀθῆν (παλαιότ.) Κρήτ. Πελοπν. (Αἰγιάλ. Γαργαλ. Δυρράχ. Παππούλ. Χατζ. κ.ἀ.) γιουφυρά᾽ Ἤπ. (Θεσπρωτ.) Στερελλ. (Ἀκαρναν.) κ.ἀ. βορ. ἰδιωμ. γιˬουφ᾽ρά Θεσσ. (Πήλ.) Στερελλ. (Κουνουπίν. Μύτικ. Σπάρτ. Φθιῶτ. κ.ἀ.) γιˬοφυράι Χίος (Καρδάμ.) διˬοφυράκι Κρῆτ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γεφύρι καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ. -άκι.
Σημασιολογία
1) Μικρὰ γέφυρα ἔνθ᾽ ἀν.: Ἰκει᾽ς τοὺ γιˬουφ᾽ρά᾽ θὰ σὶ πιρ᾽μένου Στερελλ. Κουνουπίν. Ἅμα δὲ bουρῇς νὰ πιράσ᾽ς ποὺ τοὺ γιˬουφ᾽ρά᾽, θὰ σὶ πιρασου ἰγὼ αὑτόθ. Ἔκαμαν γιˬοφυράι καὶ πῆγε καρσὶ ᾽ς τὸν Κόφιναν Χίος (Καρδάμ) Ἔφθασε ᾽ς τὸ γεφυράκι Δ. Βουτυρ., Διωγμέν ἀγάπ. 98 || ᾎσμ. Γιˬοφυράκι ἔφκε͜ιανα | κιˬ οὕλ᾽ ἀπάνου τό ᾽ρρινα (τό ᾽ρρινα = ἔρριχνα τὸ χῶμα) Πελοπν. (Γορτυν.) || Ποίημ. Μὰ οἱ Τοῦρκοι ἐπεράσανε ᾽ς τὸ κάτω χωριδάκι κ᾽ οἱ γιˬ-ἀρχηγοὶ περάσανε ᾽πάνω στὸ διˬοφυράκι Κρήτ. Συνών γεφυρίτσα, γεφυρίτσι, γεφυρόπουλο, γεφυρούδα, γεφυρούλα, γεφυρούλι. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γεφυράκι Βιθυν. (Παλλαδάρ.) Πάρ. Πελοπν (Λίμπερδ. Τριφυλ.), Γεφυράτσι Εὔβ. (Κάρυστ.), Γιˬοφυράκι Ἀθῆν (παλαιότ.) Ἤπ. (Θεσπρωτ.) Πελοπν. (Αἰγιάλ. Γαργαλ. Δυρράχ. Παππούλ. Τριφυλ Χατζ.), Γιφ᾽ράκι Στερελλ. (Ἀμφιλοχ.), Γεφυράτσιˬα Εὔβ. (Πλατανιστ.), Γιˬοφυράκιˬα Κρήτ. Πελοπν. (Σιδηρόκ. Τριφυλ.) Γιˬφ᾽ράκιˬα Στερελλ. (Χαιρών.), Γιˬουφ᾽ρά᾽ Θεσσ. (Πῆλ.), Γιˬουφυράκιˬα Ἤπ. (Ραδοβύζ.) Στερελλ. (Κολάκ.) Γιˬουφ᾽ράκιˬα Στερελλ. (Ἀκαρναν. Φθιῶτ) 2) Εἶδος παιδιᾶς, καθ᾿ ἣν οἱ ἀρχηγοὶ δύο ὁμάδων παικτῶν κρατούμενοι ἐκ τῶν χειρῶν σχηματίζουν δι᾽ ἀνυψώσεως αὐτῶν «γέφυραν», κάτωθεν τῆς ὁποίας διέρχονται κατὰ σειρὰν οἱ παῖκται, ὧν τὸν τελευταῖον ἑμποδίζουν ἑκάστοτε νὰ διέλθῃ ἀναγκάζοντες αὐτὸν νὰ δηλώσῃ ἐὰν προτιμᾷ «ἥλιο ἢ φεγγάρι», δηλ. ποῖον ἐκ τῶν ἀρχηγῶν οὕτω συμβολικὢν ὀνομαζομένων Πελοπν. (Μαντίν.) Συνών. Γιˬάννος, Λαγογιˬάννος, μέλισσα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA