βρωμοτάξιδο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βρωμοτάξιδο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βρωμοτάξιδο τό, σύνηθ. βρουμουτάξ'δου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. βρῶμα (ἡ) καὶ ταξίδι.
Σημασιολογία
Ταξίδιον καθ᾿ ὃ ὑφίσταταί τις κακουχίας: Ἔκανα ἓνα βρωμοτάξιδο ἀξέχαστο. Συνών. παλα͜ιοτάξιδο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA