γεφυροπόδιν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεφυροπόδιν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γεφυροπόδιν τό, Πόντ. (Κερασ. ᾽Γραπ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γεφύρι καὶ πόδιν, διὰ τὸ ὁποῖον βλ. πόδι.
Σημασιολογία
Ἡ βάσις, ἡ κρηπὶς τῆς γεφύρας ἔνθ᾽ ἀν.: ᾎσμ. ᾽Εβγαι᾽νει κι ἀραγεύει ἀτὸν ραχὰ καὶ πολιτείας καὶ ᾽ς τὰ λιθαροσπάσματα καὶ ᾽ς τὰ γεφυροπόδα (ἀραγεύει = ἀναζητεῖ) Κερασ. Τραπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA