ἀρνόκουρο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρνόκουρο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀρνόκουρο τό, Α. Ρουμελ. (Σωζόπ.) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Κάλυμν. Πελοπν. (Αἰγιάλ. Ἀρκαδ. Βούρβουρ. Δημητσάν. Κορινθ. Μαζαίικ. Μάν. Μεσσ. Σουδεν. Τριφυλ.) Σέριφ. Σῦρ. κ.ἀ. -Λεξ. Βλαστ. 291 ἀρνόκ’ρο Εὔβ. (Λίμν.) ἀρνόκ’ρου Θρᾴκ. (Αἶν.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀράχ. Καλοσκοπ.) ἀρνιˬόκουρο Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κουρ. Ὄρ.) Μέγαρ. ἀρνοκουρὰ ἡ, Λεξ. ᾽Ηπίτ. ἀρνουκ’ρὰ Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
᾽Εκ τοῦ οὐσ. ἀρνὶ καὶ τοῦ ρ. κουρεύω. Διὰ τὴν σύνθεσιν πβ. καὶ κολόκουρο. Τὸ ἀρνοκουρὰ κατ᾽ ἐπίδρασιν τοῦ ἁπλοῦ κουρά.
Σημασιολογία
1) Συνήθως κατὰ πληθ., μαλλίον ἀρνίου καὶ γενικώτερον προβάτου ἔνθ᾽ ἀν.: Ἀγόρασα κἀμπόσα ἀρνόκ’ρα Αἰτωλ. || Παροιμ. φρ. Τὸ πάει μαλλὶ κιˬ ἀρνόκουρο (ἐπὶ τοῦ τρέχοντος δρομαίως ἢ ὁμιλοῦντος ταχέως) Σουδεν. Κάλλιˬο ἡμέρες πέρι ἀρνόκουρα (ἐπὶ παραλόγου ἀναβολῆς) Πελοπν. Τὸν πῆγε ἀρνόκουρο (ἐπὶ τοῦ φοβηθέντος) Μάν. Συνών. ἀρνομάλλιν, ἀρνοπόκι 1 β) Πληθ., μαλλία προερχόμενα ἐκ τῶν ποδῶν τῶν ἀρνίων, τὴν οὐρὰν καὶ τὸν τράχηλον, τὰ ὁποῖα συνήθως εἶναι βραχέα Εὔβ. (Κουρ.) Πελοπν. (Αἰγιαλ.): Ξαίνω ἀρνόκουρα Αἰγιάλ. Ἔπηρες τὰ καλὰ μαλλιˬὰ κ’ ἐμένα μοὔδωσες τ᾿ ἀρνιˬόκουρα Κουρ. Συνών. ἀρνοπόκι 2. 2) Δέρμα ἀρνίου Πελοπν. (Μάν.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀρνακάδα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA