βρωμοῦσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βρωμοῦσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βρωμοῦσα ἐπίθ. θηλ. κοιν. βρουμοῦσα βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. βρωμῶ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -οῦσα, περὶ ἦς ἰδ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν Ἀθηνᾷ 37 (1925) 180 κἑξ. Ἡ λ. καὶ μεσν. Πβ. Πουλολ. στ. 39 (ἔκδ. Wagner 180) «ἦλθες, βρωμοῦσα τζαμπεροῦ, εἰς ἀτιμιὰν τοῦ γάμου».
Σημασιολογία
Α) Ἐπιθετικ. 1) Ἀκάθαρτος, ρυπαρὰ κοιν.: Παροιμ. Ὅπου ἀκαμάτρας ριζικό κιˬ ὅπου βρωμούσας τύχη (ἐπὶ ὀκνηρᾶς καὶ ἀκαταστάτου γυναικός, ἡ ὁποία ὑπανδρεύεται γρήγορα) Αἴγιν. β) Μεταφ. ἀναίσχυντος, ἀνήθικος, ἄτιμος κοιν. 2) Ὀκνηρὰ Κύθν. κ.ἀ. Β) Οὐσ. 1) Λεχὼ Κρήτ.: Παροιμ. Κατὰ ποῦ ’τον ἡ βρωμοῦσα | ἦτο κ᾽ ἡ παρακρατοῦσα (κατὰ |τὴν λεχὼ καὶ ἡ μαῖα). 2) Διάφορα φυτὰ ὀνομασθέντα οὕτω ἐκ τῆς φυσικῆς των δυσοσμίας (ἰδ. ΜΣτεφανιδ. Ὁρολογ. Δημώδ. (1, 11) α) Ἀμβροσία ἡ παράλιος (ambrosia maritima) τῆς τάξεως τῶν συνθέτων (compositae) Θήρ. κ.ἀ. Συνών. βρωμόχορτο 2α. β) Σησαμοειδὲς τὸ λευκὸν (reseda alba) τῆς τάξεως τῶν σησαμοειδῶν (resedaceae) πολλαχ. Συνών. βρωμόχορτο 2β γαιδουρόχορτο. γ) Ἀνάγυρος (ΙΙ), ὃ ἰδ., πολλαχ. δ) Ψωραλέα τὸ ἀσφάλτιον (psoralea bitumisosa) τῆς τάξεως τῶν ἐλλοβοκάρπων leguminosae) ἀγν. τόπ. Συνών. ἀγριοτριφύλλι 4, βρωμόχορτο 2γ. ε) Στρύχνος ὁ μέλας (solanum nigrum) τῆς τάξεως τῶν στρυχνωδῶν (solanaceae) Κάρπ. Κρήτ. Πελοπν. (Γέρμ.) Ρόδ. κ.ἀ. Συνών. ἀγριοντομάτα, βρωμοβότανο, βρωμόχορτο 2δ. ς) Ἀκτῆ ἡ χαμαιάκτη (sambucus ebulus) τῆς τάξεως τῶν αἰγοκληματωδῶν (caprifolaceae) Κύπρ. κ.ἀ. Συνών. *ἀφροξυλήθρα. ζ) Δρακοντία ἡ κοινὴ (dracunculus vulgaris) τῆς τάξεως τῶν ἀρωδῶν (araceae) Λέσβ. κ.ἀ. η) Ἄρον τὸ Ἰταλικὸν (arum Italicum) τῆς τάξεως τῶν ἀρωδῶν (araceae) Λέσβ. κ.ἀ. θ) Χηνοπόδιον τὸ αἰδοιοειδὲς (chenopodium vulvaria) τῆς τάξεως τῶν χηνοποδιωδῶν (chenopodiaceae) ΠΓεννάδ. 1032. Συνών. βρωμόχορτο 2ζ. 3) Διάφορα ἔντομα δύσοσμα α) Ἰδίως τῆς τάξεως τῶν ἡμιπτέρων (hemiptera), ὡς ὁ κόρις τῶν οἰκιῶν καὶ ὁ δενδροκόρις τῶν ἀγρῶν σύνηθ. Συνών. κορεός. β) Βρωμομαριὰ 1 β. ὃ ἰδ., σύνηθ. γ) Τίλφη ἢ σής, λέπισμα ἡ σακχαρίνη (lepisma sacharina) ἐκ τῶν λεπιδοπτέρων ἡ κατατρώγουσα μάλλινα ὑφάσματα καὶ ἄλλας ὀργανικὰς οὐσίας πολλαχ. Συνών. βίdρα 3, βρωτίδα, σκόρος. 5) Ἡ χλωριοῦχος ἄσβεστος σύνηθ. Συνών. βαρεκῖνα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA