γεφύρωμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεφύρωμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γεφύρωμα τό, Γ. Στρατήγ., Τί λὲν τὰ κύμ.-Λεξ. Περ. Βυζ. Πρω. Δημητρ. γεφύρωμαν Πόντ. (Τραπ.) γιφύρουμα Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.) γιˬουφύρουμα Στερελλ. (Αἰτωλ Ἀκαρναν. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. γεφυρώνω.

Σημασιολογία

1) Ἡ διὰ γεφύρας ζεῦξις Πόντ. (Τραπ.) - Λεξ. Περ. Βυζ. Πρω. Δημητρ. 2) Μεταφ., ἡ μετὰ τοῦ παρελθόντος σύνδεσις Γ. Στρατήγ. ἔνθ᾽ ἀν.: Ποιημ Ἡ φωτεινὴ ἱστορία σου μὲ φέρν᾽ αἰώνια πίσω σ᾽ ἕνα χρυσὸ γεφύρωμα μὲ τὴν παλιˬὰ εποχή.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/