γεωλογία
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεωλογία
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γεωλογία ἡ, λόγ. κοιν.
Ετυμολογία
Τὸ νεώτ οὐσ. γεωλογία.
Σημασιολογία
1) Ἡ ἐπιστήμη ἡ ὁποία ἐρευνᾷ τήν διαμόρφωσιν καὶ ἐξέλιξιν τῆς γῆς καὶ τοῦ ἐπ᾽ αὐτῆς φυτικοῦ καὶ ζωϊκοῦ κόσμου λόγ. κοιν.: Τὸ ὄνειρο τῆς ζωῆς του ἦταν νὰ σπουδάσῃ γεωλογία .2) Τὸ σύγγραμμα τῆς γεωλογίας λόγ. κοιν.: Δανείστηκε τὴ γεωλογία τὴ δική μου καὶ μοῦ τὴν ἔκανε σὰν τὰ μοῦτρα του (= τὴ λέρωσε) Ἀθῆν. 3) Τὸ διδασκόμενον εἰς τὰ μέσα, ἀνώτερα καὶ ἀνώτατα ἐκπαιδευτικὰ ἱδρύματα μάθημα τῆς γεωλογίας λόγ. κοιν.: Δὲν πατάει στὴ τάξη τὴν ὥρα τῆς γεωλογίας, γι᾿ αὐτὸ θὰ πάρῃ μονάδα ᾽ς τὸν ἔλεγχό του! Ἐξετάστηκε προφορικὰ ᾽ς τὴ γεωλογία καὶ πῆρε ἄριστα. Διδάσκει γεωλογία ᾽ς τὸ Λύκειο. Τὰ θέματα τῆς γεωλογίας ἦταν εὔκολα κοιν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA