γεωμετρικὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεωμετρικὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γεωμετρικὸς ἑπίθ. λόγ. κοιν.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἑπίθ. γεωμετρικός.
Σημασιολογία
Ὁ ἀνήκων ἢ ἀναφερόμενος εἰς τὴν γεωμετρίαν λόγ. κοιν.: Γεωμετρικὸς λόγος-ὅρος. Γεωμετρικὴ ἐποχὴ - πρόοδος - σχέση - τέχνη. Γεωμετρικὸ πρόβλημα κ.τ.τ. ᾽Σ τὸ διαγώνισμα τῆς γεωμετρίας μᾶς ἔβαλαν γεωμετρικοὺς τόπους. Αὐτὸς εἶναι κούτσουρο ᾽ς τὴ γεωμετρία καὶ δὲν καταλαβαίνει ἀπὸ γεωμετρικὸς κατασκευές. Ἀγόρασα ἀπὸ τὸ Μοναστηράκι ἕνα ἀγγεῖο μὲ γεωμετρικὰ σχήματα κοιν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA