γεωπονία

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεωπονία

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γεωπονία ἡ, λόγ. σύνηθ.

Ετυμολογία

Τὸ Ἑλληνιστ. οὐσ. γεωπονία.

Σημασιολογία

1) Ἡ καλλιέργεια τῆς γῆς, ἡ γεωργία λόγ. σύνηθ 2) Ἡ ἐπιστήμη ἡ ὁποία περιλαμβάνει τὸ σύνολον τῶν θεωρητικῶν καὶ πρακτικῶν γνώσεων πρὸς συστηματικήν καλλιέργειαν τῆς γῆς λόγ. σύνηθ.: Τὸ μεράκι του εἶναι νά σπουδάσῃ γεωπονία σύνηθ. Συνών. γεωπονική. 3) Τὸ σύγγραμμα τῆς γεωπονίας λόγ. σύνηθ.: ᾽Σ τὰ κεντρικὰ βιβλιοπωλεῖα θὰ βρῇς τὴ γεωπονία ποὺ ζητᾷς σύνηθ. 4) Τὸ διδασκόμενον εἰς τὰς σχολὰς ἀνωτέρων καὶ κατωτέρων γεωργικῶν σπουδῶν, ὡς καὶ εἰς τὰς Παιδαγωγικὰς Ἀκαδημίας καὶ Ἐκκλησιαστικὰς σχολάς, μάθημα τῆς γεωπονίας λόγ. σύνηθ.: Διδάσκει γεωπονία ᾽ς τὴ Γεωργικὴ Σχολὴ τῆς Λάρισας σύνηθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/