ἀρνοπόκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρνοπόκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀρνοπόκι τό, Ἤπ. Κέρκ. Κεφαλλ. Παξ. Πελοπν. (Γέρμ. Λακεδ. Λακων. Μάν.) κ.ἀ.-ΑΒαλαωρ. Ἔργα 2,127 ΚΘεοτόκ. Βιργ. Γεωργ. 17 -Λεξ. Βλαστ. ἀρνουπό’ Ἤπ. Θεσσ. Μακεδ. (Ἀνασελ. Βελβ. Νάουσ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν Γαρδίκ. Λαμ.) κ.ἀ. ἀρνοκόπι Πελοπν. (Λακων. Μάν.) ἀρνουκόπ’ Ἤπ. ἀρνουκό’ Ἤπ. (Ζαγόρ.) Μακεδ. (Βλάστ.) Στερελλ. (Ἀκαρναν.) ἀρναπό’ Ἤπ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ ἀρνὶ καὶ *ποκὶ<πόκος.

Σημασιολογία

1) Μαλλίον ἀρνίον καὶ γενικώτερον προβάτου ἔνθ’ ἀν.: Θ’ ἀγουράσου κἀμπόσ’ ἀρνουπό’ γιˬὰ νὰ γιμίσου τὰ στρώματα μ’ Ζαγορ. || Φρ. Μαλλία ἀρνοπόκιˬα (ἔρια μικροῦ ἀρνίου ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ μαλλία τοῦ ρύπου ἤτοι τῶν μεγάλων ἀρνίων) Μάν. || Ποιήμ. Τοῦ Μπουκουβάλα τὰ παιδιˬὰ στρωμένα μέσ᾽ ’ς τὴ φτέρη γνέθουνε τ᾿ ἀρνοπόκιˬα τους καὶ χάσκοντας κοιτάζουν χορτᾶτα τὰ κοπάδιˬα τους βουβὰ ν᾿ ἀναχαράζουν ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν. Δὲ θὰ γυρίζουν σύγνεφα ψιλὰ σἀν ἀρνοπόκιˬα ΚΘεοτόκ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀρνόκουρο 1, ἀρνομάλλιν. 2) Βραχὺ μαλλίον Μακεδ. (Βλάστ.) Συνών. ἀρνόκουρο 1 β.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/