ἀρνόπουλλο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρνόπουλλο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀρνόπουλλο τό, Πελοπν. (Οἰν.) ἀρνόπ’λον Πόντ. (Οἰν.) ἀρνόπουλλdο Ρόδ. ἀρνόπον Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Κοτυωρ. Κρώμν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀρνόκ-κο Καππ. (Φάρασ.)

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀρνὶ διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -πουλλο.

Σημασιολογία

1) Μικρὸν ἀρνίον ἔνθ’ ἀν: Ἀρνόπον, ἀρνόπον, ἔλα ἄνοιξον, ἔφερα σε κρύον νερὸν καὶ παρχαρί χορταρόπον (ἀρνάκι, ἀρνάκι, ἔλα ἄνοιξε τὴν θύραν, σοῦ ἔφερα κρύο νερὸ καὶ ἐξοχῆς χορταράκι. ᾿Εκ παραμυθ.) Τραπ. || ᾊσμ. Τ᾿ ἀλλα τ᾽ ἀρνόπα βόσκουνταν καὶ τ’ ἄλλα μαρουκοῦνταν (ἄλλα ἀρνάκια βόσκουν καὶ ἄλλα ἀναχαράζουν) Κρώμν. Τ’ ἀρνόπο μ᾽ κεῖται ἄρρωστον κ’ ἐγὼ σύρω τὰ πόν, Θεέ μ’, νὰ κόφτς καὶ δίς ἀτο τ᾿ ἐμὰ τ᾿ ἡμ’σὰ τὰ χρόν (μεταφ. ἐνταῦθα ἡ λέξις ἐπὶ τῆς ἀγαπωμένης κόρης) Ἴμερ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀρνάκι 1. 2) Πρόβατον δύο μέχρι τριῶν ἐτῶν Ρόδ. Πβ. ἀρνάδα 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/